
Κατηγορία: στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 13, 2019)

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 13, 2019)

Δημηγορία (η) {δημηγοριών}
1. (επίσ.) πολιτική αγόρευση, ομιλία πολιτικού σε συγκεντρωμένο πλήθος ΣΥΝ.: λόγος
2. (ειδικοτ.) συμβουλευτικός ρητορικός λόγος που εκφωνούσαν σημαίνουσες πολιτικές, στρατιωτικές και πνευματικές προσωπικότητες ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου • ως είδος άνθησε τον 5ο αι. π. Χ. στην αθηναϊκή δημοκρατία, έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό του την έντεχνη διάταξη των επιχειρημάτων: οι ~ του Αλκιβιάδη, όπως τις παραθέτει ο Θουκυδίδης.
– δημηγορικός, -ή, -ό (αρχ.), δημηγορώ ρ. (αρχ) {… -είς}
ΕΤΥΜ: αρχ. <δημηγόρος < δῆμος + -ήγορος (με έκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει < ἀγορά)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 470

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 12, 2019)

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 12, 2019)

Οιωνίζομαι
ρ. μτβ απόθ. [αρχ] μόνο σε ενεστ. (αρχαιοπρ.)
1. (στην αρχαιότητα) μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας το τρόπο πτήσεως των πτηνών και ακούγοντας τις κραυγές τους
2. (κατ’ επέκτ.) προλέγω (πράγματα που πρόκειται να συμβούν): ~ συμφορές
ΣΥΝ.: προβλέπω, προφητεύω, μαντεύω (πβ. λ. προοιωνίζομαι) – οιωνισμός (ο) μτγν.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 1243

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 11, 2019)

Ευτράπελος, -η, -ο
1. (για ενέργεια, κατάσταση, λόγο προφορικό ή γραπτό) αυτός που προκαλεί γέλιο και ευθυμία: ~ παρατηρήσεις / ιστορίες / ύφος / αφήγηση ΣΥΝ.: αστείος, φαιδρός, ευθυμος ΑΝΤ.: σοβαρός, περισπούδαστος
2. ευτράπελα (τα) αστεία ή γελοία επεισόδια: τα ~ της πολιτικής / της κοσμικής Αθήνας. – ευτράπελα (επιρρ). ευτραπελία (η) (αρχ.).
ΕΤΥΜ.: αρχ. αρχική σημ. “ευμετάβλητος – ετοιμόλογος”, “εὐ + -τράπ-ε-λος πβ. αόρ. β’ ἐ-τράπ-ην του ρ. τρέπω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 696
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 10, 2019)



μαλθουσιανισμός (ο)
(Οικον.) η θεωρία του Άγγλου οικονομολόγου Τ. Μάλθους, κατά την οποία η φτώχεια και η κακή ποιότητα ζωής οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού με ταχύτερους ρυθμούς από την αύξηση της παραγωγής των μέσω διατροφής, γεγονός που υπαγορεύει την υιοθέτηση πολιτικής για την επιβράδυνση της πληθυσμιακής αύξησης.
ΕΤΥΜ.: μεταφορά του αγγλ. Malthusianism, από το όνομα του Άγγλου οικονομολόγου T.R. Malthus (1766 – 1834), που ανέπτυξε τη θεωρία του το 1798 στο βιβλίο An essay on the Principle of Population (Δοκίμιο επί της Αρχής του Πληθυσμού)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 1042

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Διφορούμενος, -η, ο
1. αυτός που επιδέχεται δυο ερμηνείες, που μπορεί να ερμηνευτεί με δυο τρόπους, αμφίσημος: ~ έννοια / νόημα / ύφος
2. (μτφ) ασαφής, αόριστος: ~ λόγος / απάντηση
ΣΥΝ.: αμφιλεγόμενος ΣΧΟΛ.: δίσημος
ΕΤΥΜ: μτχ. ενεστ. του μτγν. “διφοροῦμαι” “προφέρομαι, εκφωνούμαι διττως” <δι (<δίς) + φορῶ/-οῦμαι < φέρω. Η σημερινή σημασία απαντά αρχικώς στους στωικούς φιλοσόφους.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 517


Μωρολόγημα (το)
[αρχ.] (μωρολογήμ-ατος | -ατα | -άτων)
ανόητη κουβέντα, λόγος ή ομιλία χωρίς περιεχόμενο η χθεσινή μας συζήτηση ήταν γεμάτη μωρολογήματα και φλυαρίες.
ΣΥΝ.: χαζοκουβέντα, φληνάφημα, ανοησία, βλακεία
ΑΝΤ.: ευφυολόγημα, εξυπνάδα. Επίσης μωρολογία (η) [αρχ.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 1160