Κατηγορία: στήλες
μαλθουσιανισμός (ο)
(Οικον.) η θεωρία του Άγγλου οικονομολόγου Τ. Μάλθους, κατά την οποία η φτώχεια και η κακή ποιότητα ζωής οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού με ταχύτερους ρυθμούς από την αύξηση της παραγωγής των μέσω διατροφής, γεγονός που υπαγορεύει την υιοθέτηση πολιτικής για την επιβράδυνση της πληθυσμιακής αύξησης.
ΕΤΥΜ.: μεταφορά του αγγλ. Malthusianism, από το όνομα του Άγγλου οικονομολόγου T.R. Malthus (1766 – 1834), που ανέπτυξε τη θεωρία του το 1798 στο βιβλίο An essay on the Principle of Population (Δοκίμιο επί της Αρχής του Πληθυσμού)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 1042
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Διφορούμενος, -η, ο
1. αυτός που επιδέχεται δυο ερμηνείες, που μπορεί να ερμηνευτεί με δυο τρόπους, αμφίσημος: ~ έννοια / νόημα / ύφος
2. (μτφ) ασαφής, αόριστος: ~ λόγος / απάντηση
ΣΥΝ.: αμφιλεγόμενος ΣΧΟΛ.: δίσημος
ΕΤΥΜ: μτχ. ενεστ. του μτγν. “διφοροῦμαι” “προφέρομαι, εκφωνούμαι διττως” <δι (<δίς) + φορῶ/-οῦμαι < φέρω. Η σημερινή σημασία απαντά αρχικώς στους στωικούς φιλοσόφους.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 517
Μωρολόγημα (το)
[αρχ.] (μωρολογήμ-ατος | -ατα | -άτων)
ανόητη κουβέντα, λόγος ή ομιλία χωρίς περιεχόμενο η χθεσινή μας συζήτηση ήταν γεμάτη μωρολογήματα και φλυαρίες.
ΣΥΝ.: χαζοκουβέντα, φληνάφημα, ανοησία, βλακεία
ΑΝΤ.: ευφυολόγημα, εξυπνάδα. Επίσης μωρολογία (η) [αρχ.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 1160
Προστατευτισμός (ο)
η εμπορική πολιτική πρακτική που επιδιώκει την προστασία της εγχώριας παραγωγής από τον εξωτερικό ανταγωνισμό με την επιβολή περιορισμών ή δασμών στις εισαγωγές.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από αγγλ. Protectionism
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1496
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
(χωρίς πληθυντικό) η σωστή γλωσσική διατύπωση, ο σωστός χειρισμός του λόγου – ορθοεπής, -ης, -ές (μτγν) ορθοεπώς επίρρ.
ΕΤΥΜ.: αρχ. ὀρθο + -έπεια < επής < ἔπος, πβ. ἀμετρο-έπεια, καλλι-έπεια
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1274
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 4, 2019)
αρχ. [-ης κ. -ήσεως | -ήσεις κ. -ήσεων]
1. (α) η αναγκαστική πώληση, συνήθ. Κατόπιν αποφάσεως δικαστηρίου (β) κακοσ.: το ξεπούλημα: η ~ του εθνικού πλούτου σε ξένους επιχειρηματίες.
2. ΝΟΜ.: η μεταβίβαση, αλλοίωση, κατάργηση ή επιβάρυνση υφιστάμενου δικαιώματος.
– Εκποιητής (ο), εκποιητικός, – ή, -ό
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 575