
διαλανθάνω
ρ. μετβ. (αρχ.) διέλαθα (λογ.) στη φρ. Διαλανθάνει / διέλαθε την προσοχή μου, διέφυγε την προσοχή μου: διαλανθάνει την προσοχή σας, όμως και η κοινωνική διάσταση του θέματος || η στάση του δεν διέλαθε την προσοχή μου.
Εάν θέλετε και εσείς να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ και συμπληρώστε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Εάν θέλετε και εσείς να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ και συμπληρώστε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Εάν θέλετε και εσείς να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ και συμπληρώστε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Εάν θέλετε και εσείς να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ και συμπληρώστε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
ρ. μετβ. (μανιπουλάρισα), επηρεάζω επιδέξια (άτομο ή ομάδα), με τρόπο που να σκέπτεται και να ενεργεί όπως επιθυμώ: μερικοί συνδικαλιστές προσπαθούν να μανιπουλάρουν τους εργαζομένους
ΣΥΝ.: χειραγωγώ – μανιπουλάρισμα (το)
ΕΤΥΜ.: < ιταλ. manipolare < λατιν. Manipulus “χούφτα”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1045
Εάν θέλετε και εσείς να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ και συμπληρώστε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση