Κατηγορία: Περισκόπηση
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
αδολεσχία (η)
[αδολεσχιών] η υπερβολική σε μάκρος, φλύαρη και κουραστική ομιλία ΣΥΝ: πολυλογία, φλυαρία, βερμπαλισμός ΑΝΤ. λακωνικότητα. – αδολέσχης (αρχ) κ. αδόλεσχος (ο), αδολεσχώ ρ. [αρχ.] (-είς, …)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 72
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)
1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος, με σπρωξίματα
2. (μτφ) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ο ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ.
[ΕΤΥΜ.: το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478
βαυκαλίζω
ρ. μετβ. {βαυκάλισ-α, -τηκα (λογ. – θηκα), – μένος}
εξαπατώ ή καθησυχάζω (κάποιον) με ψεύτικες υποσχέσεις ή καλλιεργώντας μάταιες προσδοκίες: βαυκαλίζει τον λαό με υποσχέσεις και μεγαλοστομίες || (μεσοπαθ.) βαυκαλίζονταν με την ιδέα ότι του παρείχαν υποστήριξη, όταν τη χρειαζόταν. – βαυκάλισμα (το) (μτγν.)
ΕΤΥΜ.: μτγν. παράλλ. τ. του συνώνυμου βαυκαλῶ (-άω) αβεβ. ετύμου προφανώς συνδ. με το αρχ. βαυβῶ “κοιμίζω, νανουρίζω” < βαῦ βαῦ [αρχ. προφορά bau bau] μίμηση του γαυγίσματος του σκύλου (λ. της παιδικής γλώσσας], πβ. λατ. Baubor “γαυγίζω”. Η ενδιαφέρουσα άποψη ότι βαυκαλώ < βαῦ + κηλῶ “μαγεύω, τέρπω” προσκρούει στο βραχύ -α- του ρ. βαυκᾶλῶ]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 353