Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 6, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 5, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 5, 2018)

Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 5, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗαδολεσχία (η)

[αδολεσχιών] η υπερβολική σε μάκρος, φλύαρη και κουραστική ομιλία ΣΥΝ: πολυλογία, φλυαρία, βερμπαλισμός ΑΝΤ. λακωνικότητα. – αδολέσχης (αρχ) κ. αδόλεσχος (ο), αδολεσχώ ρ. [αρχ.] (-είς, …)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 72

Κατηγορίες
Περισκόπηση

Καλό μήνα από την Περισκόπηση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 3, 2018)

Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

 

 

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2018)

διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)

1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος, με σπρωξίματα
2. (μτφ) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ο ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ.
[ΕΤΥΜ.: το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2018)

βαυκαλίζω
ρ. μετβ. {βαυκάλισ-α, -τηκα (λογ. – θηκα), – μένος}
εξαπατώ ή καθησυχάζω (κάποιον) με ψεύτικες υποσχέσεις ή καλλιεργώντας μάταιες προσδοκίες: βαυκαλίζει τον λαό με υποσχέσεις και μεγαλοστομίες || (μεσοπαθ.) βαυκαλίζονταν με την ιδέα ότι του παρείχαν υποστήριξη, όταν τη χρειαζόταν. – βαυκάλισμα (το) (μτγν.)

ΕΤΥΜ.: μτγν. παράλλ. τ. του συνώνυμου βαυκαλῶ (-άω) αβεβ. ετύμου προφανώς συνδ. με το αρχ. βαυβῶ “κοιμίζω, νανουρίζω” < βαῦ βαῦ [αρχ. προφορά bau bau] μίμηση του γαυγίσματος του σκύλου (λ. της παιδικής γλώσσας], πβ. λατ. Baubor “γαυγίζω”. Η ενδιαφέρουσα άποψη ότι βαυκαλώ < βαῦ + κηλῶ “μαγεύω, τέρπω” προσκρούει στο βραχύ -α- του ρ. βαυκᾶλῶ]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 353