Κατηγορία: Περισκόπηση
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Αναπόδραστος, -η, -ο
αυτός που δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, που τον επιβάλλουν οι περιστάσεις, αναπόφευκτος : ~ συνέπεια.
ΣΥΝ.: αναπότρεπτος, άφευκτος, επιβεβλημένος – αναπόδραστα / αναποδράστως επίρρ.
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀν- στερητ. + ἀποδιδράσκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 165
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
1. η ηθελημένη εγκατάλειψη συγκεκριμένης θέσης, αξιώματος ή δικαιώματος: ~ από την προεδρία || δίνω / υποβάλλω την ~ μου || εξαναγκάζομαι σε ~ || δήλωση παραιτήσεως || ζητώ την ~ κάποιου || δέχομαι την ~ σου.
2. (συνεκδ.) έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς επισήμως στην αρμόδια αρχή ότι εγκαταλείπει θέση, αξίωμα ή δικαίωμά του: έχω την ~ του στο γραφείο μου || σκίζω την ~ κάποιου || ~ από κληρονομικό δικαίωμα
3. (μεταφ.) η εγκατάλειψη (προσπάθειας, αγώνα, διεκδίκησης), συνήθ. Από απογοήτευση ή ηττοπάθεια: η ~ από τη ζωή || στα λόγια του διέκρινε μια ~ και βαθιά απογοήτευση.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1326
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση