Αμετροεπής, -ής, -ές
(αμετροεπ-ούς | -είς, ουδ.: -ή) (λογ.)
1. αυτός που δεν έχει μέτρο στα λόγια του, που φλυαρεί: ~ ομιλητής. ΣΥΝ.: φλύαρος
2. αυτός που λέει υπερβολικά λόγια, μεγαλοστομίες ή προσβολές.
– αμετροέπεια (η) [1887], αμετροεπώς (επίρρ.) ΣΧΟΛΙΟ: λ. -ης, -ης, -ες, εχέμυθος
ΕΤΥΜ.: αρχ < ἄμετρος + -επής <ἔπος (λόγος).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 136
Εκπαραθύρωση (η)
{-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}
1. (κυριολ.) το ρίξιμο (κάποιου) από το παράθυρο στο έδαφος
2. (μτφ. – εκφραστ.) η εκδίωξη (κάποιου) από θέση / αξίωμα: η ~ του υπουργού προκαλεί εύλογες απορίες ΣΥΝ.: αποπομπή – εκπαραθυρώνω ρ.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από γαλλ. défenestration
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 575