Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κατηγορία: Περισκόπηση
Πράσινη ανάπτυξη (η)
η οικονομική ανάπτυξη μέσα από διαδικασίες που δεν επιδεινώνουν τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα του περιβάλλοντος. Στο βασικό πυρήνα της βρίσκεται κατά κύριο λόγο η προστασία του περιβάλλοντος μέσα από τη χρήση ήπιων μορφών ενέργειας σε κάθε επίπεδο και δράση.
Πρόκειται για μια σειρά διαδικασιών που συνήθως σχετίζονται με τους αγγλικούς όρους “green growth” και “sustainable development”
θυμέλη (η) (στην αρχαιότητα)
1. ο βωμός, το θυσιαστήριο
2. (ειδικ.) ο βωμός του Διονύσου, που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της ορχήστρας του θεάτρου.
– θυμελικός, -η, -ο (μτγν.)
ΕΤΥΜ.: αρχ. θ. θυ- (θύω) + -μέλη, πβ θε-μέλιον
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 761
Κακέκτυπος, -η, -ο (1889)
1. (για έντυπα) αυτός που παρουσιάζει λάθη και ελλείψεις κατά την εκτύπωση ΣΥΝ. Κακοτυπωμένος
2. (ειδικότ.) κακέκτυπο (το) γραμματόσημο που παρουσιάζει σημαντικές παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στην εικόνα κλπ οι οποίες οφείλονται σε λάθη κατά την εκτύπωση και για τον λόγο αυτό έχει μεγάλη συλλεκτική αξία.
3. (μτφ) αυτός που δεν μιμείται με επιτυχία το πρότυπό του: το εκπαιδευτικό σύστημα που εφαρμόστηκε, ήταν ~ αντίγραφο αντίστοιχων ευρωπαϊκών.
ΕΤΥΜ.: < κακ(ο) + έκτυπος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 809
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
λογοκόπος (ο / η)
πρόσωπο που λέει πολλά και μεγάλα λόγια κενά περιεχομένου, που δίνει πολλές υποσχέσεις χωρίς να τις τηρεί
ΣΥΝ.: λογάς
– λογοκοπία (η) [1889] κ. λογοκόπημα (το) [1889], λογοκοπώ ρ. μεσν. (-εις)
ΕΤΥΜ.: < λογο- + κόπος < κόπτω (π.β. μεσν. λογοκοπῶ)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1019