Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κατηγορία: Περισκόπηση
Διφορούμενος, -η, ο
1. αυτός που επιδέχεται δυο ερμηνείες, που μπορεί να ερμηνευτεί με δυο τρόπους, αμφίσημος: ~ έννοια / νόημα / ύφος
2. (μτφ) ασαφής, αόριστος: ~ λόγος / απάντηση
ΣΥΝ.: αμφιλεγόμενος ΣΧΟΛ.: δίσημος
ΕΤΥΜ: μτχ. ενεστ. του μτγν. “διφοροῦμαι” “προφέρομαι, εκφωνούμαι διττως” <δι (<δίς) + φορῶ/-οῦμαι < φέρω. Η σημερινή σημασία απαντά αρχικώς στους στωικούς φιλοσόφους.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 517
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
Μωρολόγημα (το)
[αρχ.] (μωρολογήμ-ατος | -ατα | -άτων)
ανόητη κουβέντα, λόγος ή ομιλία χωρίς περιεχόμενο η χθεσινή μας συζήτηση ήταν γεμάτη μωρολογήματα και φλυαρίες.
ΣΥΝ.: χαζοκουβέντα, φληνάφημα, ανοησία, βλακεία
ΑΝΤ.: ευφυολόγημα, εξυπνάδα. Επίσης μωρολογία (η) [αρχ.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 1160
Προστατευτισμός (ο)
η εμπορική πολιτική πρακτική που επιδιώκει την προστασία της εγχώριας παραγωγής από τον εξωτερικό ανταγωνισμό με την επιβολή περιορισμών ή δασμών στις εισαγωγές.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από αγγλ. Protectionism
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1496
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Ορθοέπεια (η)
(χωρίς πληθυντικό) η σωστή γλωσσική διατύπωση, ο σωστός χειρισμός του λόγου – ορθοεπής, -ης, -ές (μτγν) ορθοεπώς επίρρ.
ΕΤΥΜ.: αρχ. ὀρθο + -έπεια < επής < ἔπος, πβ. ἀμετρο-έπεια, καλλι-έπεια
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1274