Η 1η του Νοέμβρη εδώ στην Περισκόπηση είναι κάτι παραπάνω από μια … πρωτομηνιά!
Είναι ημέρα “γενεθλίων”.
Η πρώτη ανάρτηση της Περισκόπησης βγήκε στο διαδίκτυο την 1η Νοεμβρίου του 2007. Ο χρόνος περνά και τη στιγμή αυτή η Περισκόπηση είναι το πιο παλιό blog της περιοχής της Αλεξάνδρειας.
Έκρυθμος, -η, -ο
{μτγν.} (λόγ) αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα της έκρηξης, που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει: η κατάσταση της χώρας πριν από το πραξικόπημα ήταν ιδιαίτερα ~
ΣΥΝ.: διαταραγμένος – εκρύθμως (επίρρ.), εκρυθμία (η) 1889
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 576
Οι δυο αναγνώστες της Περισκόπησης που διεκδίκησαν και κέρδισαν από μια πρόσκληση για τη συναυλία της Γλυκερίας και της Μελίνας Ασλανίδου που θα γίνει την Τετάρτη 21 Αυγούστου στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Αλεξάνδρειας είναι οι:
Τις προσκλήσεις τους (που προσέφερε η ΚΕΔΑ) θα τις παραλάβουν από την είσοδο του αμφιθεάτρου – με επίδειξη της ταυτότητάς τους και αναφέροντας την “Περισκόπηση”.
Να ευχαριστήσουμε όλους εσάς για τη συμμετοχή και την ΚΕΔΑ και τον πρόεδρό της Στέφανο Δελιόπουλο για την προσφορά των 2 προσκλήσεων.
Τα πράγματα είναι απλά και… εύκολα για όποιον θέλει να συμμετάσχει: η Κοινωφελής Επιχείρηση του Δήμου Αλεξάνδρειας προσφέρει σε δυο αναγνώστες της Περισκόπησης δυο δωρεάν προσκλήσεις για τη συναυλία του καλοκαιριού που θα πραγματοποιηθεί στις 21 Αυγούστου 2019 στην Αλεξάνδρεια.
Η δήλωση συμμετοχής είναι απλή:
– κάντε like στην ανάρτηση στο facebook και
– γίνετε μέλη στην ομάδα της Περισκόπησης στο facebook.
Διακυβεύω
ρ. μετβ. {διακύβευ-σα, – θηκα, -μένος} (λογ.)
1. θέτω (κάτι) σε κίνδυνο μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα γεγονότος ή εγχειρήματος, τα παίζω όλα για όλα: – τα συμφέροντά μου / τη ζωή μου / την ειρήνη / τα πάντα
(ΣΥΝ.: ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω)
2. (μεσοπαθ. διακυβεύομαι) εκτίθεμαι σε κίνδυνο, απειλούμαι: διακυβεύεται η ασφάλεια και η σταθερότητα της χώρας || διακυβεύονται σημαντικά ποσά.
Διακύβευση (η) [1852]
ΕΤΥΜ: μτγν. δία + κυβεύω “παίζω ζάρια – διακινδυνεύω < κύβος “ζάρι”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 485