Επινεύω
ρ. αμτβ. [αρχ.] {επένευσα} (λογ.)
δείχνω τη συγκατάθεσή μου (σε κάτι) με κλίση της κεφαλής προς τα εμπρός ΣΥΝ. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, κατανεύω.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 653