Έντονα τίθεται και πάλι στη δημόσια συζήτηση (με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους) η πιθανότητα της εισαγωγής πλαφόν εισόδου στη Βουλή που θα είναι 5%, αντί για το γνωστό εδώ και χρόνια 3%.
Στην αφετηρία της συζήτησης υπάρχουν οι… δημοσκοπήσεις (ναι, αυτές που συνεχώς πέφτουν έξω τα τελευταία χρόνια!): αν τις λάβει κάποιος σοβαρά υπόψη, τότε κανένα κόμμα δεν πρόκειται να πιάσει ποσοστό αυτοδυναμίας.
Ένας από τους τρόπους να υπάρξει αυτοδυναμία είναι μια αλλαγή στο πλαφόν, σε συνδυασμό με κάποιου είδους μπόνους στο πρώτο σε ψήφους κόμμα – αλλά και πάλι ούτε αυτό μπορεί να “διασφαλίσει” στο 100% την αυτοδυναμία γιατί όπως έλεγε και ο Χαρίλαος, η κάλπη είναι γκαστρωμένη.
Στην Ελλάδα το Κοινοβούλιο έχει 8 κόμματα που μπήκαν με βάση το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών (2023), ένα ένατο που προήλθε από διάσπαση ενός εκ των 8 (2024) κι ένα ακόμη που ιδρύθηκε εσχάτως και “ψάχνει” και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μεταξύ των ανεξάρτητων βουλευτών (που έγιναν 21 και προέρχονται από διάφορα κόμματα).
Αυτό που έχει σημασία – και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σοβαρά – είναι ότι στις εκλογές του 2023 περίπου το 6,80% όσων ψήφισαν δεν εκπροσωπήθηκε στη Βουλή. Ένα ποσοστό που σίγουρα θα αυξηθεί (ίσως και να τριπλασιαστεί) αν το πλαφόν εισόδου αυξηθεί στο 5%. Δηλαδή σε απλά ελληνικά, δεν θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή ακόμη περισσότεροι ψηφοφόροι.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν μια πιθανή αύξηση του πλαφόν αποτελεί ένα ακόμη τρικ που “βολεύει” για αυτοδυναμία.
Ή αν θα μείνουν “στην απ’ έξω” περισσότεροι σχηματισμοί.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ακόμη πιο απλό: με δεδομένη την έλλειψη κουλτούρας συνεργασιών μεταξύ των κομμάτων, πόσο έτοιμα είναι τα κόμματα να ξεκινήσουν να βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη τους και να συνεργαστούν μεταξύ τους με σκοπό να αποφευχθούν προβλήματα από μια πιθανή ακυβερνησία, σε έναν πλανήτη που η ρευστότητα είναι πλέον δεδομένη;