Σε φαντάζομαι σ ένα μακρύ τραπέζι στρωμένο με όλα τα καλά και κυρίως με αγάπη και φιλοξενία.
Στο τραπέζι αυτό κάθονται: Ο κυρ Γιάννης, ο κυρ Τζάκος, ο Λευτέρης, ο Χρήστος, ο κυρ Παναγιώτης, ο Κώστας και άλλοι πολλοί αγαπημένοι μας φίλοι.
Εσύ κάθεσαι διακριτικά σε μια άκρη και ακούς με αγαλλίαση τις ιστορίες της παρέας.
Εκεί σε φαντάζομαι και τώρα.
Σε περιμένουν οι αγαπημένοι σου να τους μεταφέρεις τα νέα μας. Να τους πεις ότι τους θυμόμαστε, τους μνημονεύουμε.
Όπως θα θυμόμαστε κι εσένα.
Που ήσουν ξεχωριστός.
«Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός»,
Όπως λέει ο Ρίτσος που αγαπούσες.
Όσοι δεν σε γνώριζαν, θεωρούσαν ότι είσαι μονήρης και παράξενος.
Όσοι σε γνώριζαν, καταλάβαιναν γρήγορα πόσο ανοιχτόκαρδος και δοτικός είσαι και πόσο πραγματικά και έμπρακτα νοιάζεσαι για τους άλλους.
Γεννήθηκες τον Αύγουστο του 1942 και μεγάλωσες στο χωριό μας, το οποίο αγαπούσες.
Ολοκλήρωσες το εξατάξιο γυμνάσιο και παράλληλα δούλευες στο καροποιείο του πατέρα σου.
Έφυγες στην Γερμανία όπου εργάστηκες και παράλληλα μελετούσες.
Επέστρεψες για να υπηρετήσεις τη στρατιωτική θητεία σου και έφυγε ξανά στη Γερμανία.
Από εκεί, έφυγες για τη Σουηδία.
Εργάστηκες κάποια χρόνια κι επέστρεψες και πάλι στο χωριό μας, όπου ασχολήθηκες με τις γεωργικές καλλιέργειες.
Ήσουν αχώριστος αλλά και τόσο χωριστός με τον αδελφό σου, τον κυρ Γιάννη.
Θαύμαζα την αγάπη αλλά και τον σεβασμό που δείχνατε ο ένας στον άλλον.
Θυμάμαι όταν πέρασες μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία σου, πόσο αγωνίστηκε ο κυρ Γιάννης για να γίνεις καλά. Όταν έφυγε ο κυρ Γιάννης και ήρθαμε πιο κοντά, γνώρισα στο πρόσωπό σου έναν ενάρετο άνθρωπο με πολύ βαθιά παιδεία και μόρφωση.
Μιλούσες με την ίδια άνεση για την ευρωπαϊκή ποίηση όπως μιλούσες και για τους Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες.
Γνώριζες άριστα την έντεχνη Ελληνική μουσική, όπως γνώριζες και την κλασσική μουσική και όπερα, με την οποία ταξίδευες.
Δίδασκες, χωρίς διδακτισμό. Συμβούλευες με τον τρόπο σου, χωρίς να προβάλλεσαι.
Σε θυμάμαι σε κείνα τα αξέχαστα τραπέζια να απολαμβάνεις την παρέα, να ακούς τις διηγήσεις των φίλων μας και να συλλογίζεσαι.
Δεν μιλούσες πολύ. Μιλούσες μόνο όταν είχε να πει κάτι πιο βαθύ από την σιωπή.
Οι σιωπές σου δεν ήταν ένδειξη άγνοιας. Ήταν απόδειξη σοφίας.
Εκπλησσόμουν κάθε φορά με το βάθος του πολιτισμού σου.
Τη μια θα θυμόσουν και απάγγειλες απνευστί στα γερμανικά ένα ποίημα του Brecht, την άλλη ένα ποίημα του Παλαμά και το “Θαλερό” του Σικελιανού.
Τη μια ταξίδευες στην «Οδό Ονείρων» του Χατζιδάκι, την άλλη στην «Όμορφη Πόλη» του Θεοδωράκη, ενώ συχνά περιπλανιόσουν στις όπερες του Βέρντι αλλά και του Στράους.
Έφυγες το θερινό ηλιοστάσιο.
Στο 3ο Πρόγραμμα έπαιζε το Ναμπούκο κι εκείνον τον χορωδιακό θρήνο που λάτρευες «Πέτα σκέψη».
«Πέτα, χρυσόφτερη σκέψη».
Θερινό ηλιοστάσιο, κυρ Απόστολε.
«Στον άλλο κόσμο που θα πας, κοίτα μην γίνεις σύννεφο.»
Στο τραπέζι των φίλων μας που έχεις καθίσει και μας περιμένεις, θα συναντηθούμε κάποτε. Με την μόνη ελπίδα που μας απομένει: Την ελπίδα για Καλή Ανάσταση
Πλατύ, 21 VI 2024
Σ.Π.Φ.