Οι μεγαλύτερες εταιρείες γεωργικών προϊόντων, από το 2020, είχαν κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε ποσά μεγαλύτερα από ότι ο ΟΗΕ εκτιμά ότι θα μπορούσαν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των πιο ευάλωτων. Αυτό είναι το εύρημα μιας νέας έρευνας με τον τίτλο “Unchecked, unregulated and unaccountable: who are the hunger profiteers?”, η οποία αποκαλύπτει την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία από την εισβολή στην Ουκρανία αλλά και την πανδημία του COVID-19.
Οι 20 εταιρείες (κολοσσοί σιτηρών, λιπασμάτων, κρέατος και γαλακτοκομικών) παρέδωσαν 53,5 δισεκατομμύρια δολάρια στους μετόχους τους το 2020 και 2021, την ώρα που ο ΟΗΕ εκτιμά ότι ένα μικρότερο ποσό, των 51,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θα ήταν αρκετό για να σώσει τη ζωή και να παρέχει φαγητό και στέγη στους 230 εκατομμύρια ευάλωτους ανθρώπους στον πλανήτη[1].
“Γινόμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας συγκέντρωσης πλούτου σε λίγες πλούσιες οικογένειες, στις οποίες στην ουσία ανήκει το παγκόσμιο διατροφικό σύστημα, την ώρα που η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Αυτές οι 20 εταιρείες θα μπορούσαν στην κυριολεξία να σώσουν τους 230 εκατομμύρια ευάλωτους πολίτες του πλανήτη και να έχουν και κέρδος μερικών δισεκατομμυρίων στην άκρη. Το να βγάζουν τόσα πολλά χρήματα μέτοχοι μερικών εταιρειών είναι απλά εξωφρενικό και ανήθικο”, δήλωσε η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη εκστρατείας για τη βιώσιμη γεωργία στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.
Στην έρευνα που δημοσιεύει η διεθνής Greenpeace, αναλύθηκαν τα κέρδη 20 μεγάλων εταιρειών γεωργικών προϊόντων παγκοσμίως τη διετία 2020-2022, καθώς και η περίοδος της πανδημίας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, μελετήθηκε ο αριθμός των ανθρώπων που επηρεάστηκαν από τη διατροφική ανασφάλεια και τις ακραίες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων σε όλο τον κόσμο, κατά την ίδια χρονική περίοδο[2]. Τα κύρια ευρήματα αποδεικνύουν το πώς οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου εκμεταλλεύτηκαν τις κρίσεις αυτές ώστε να έχουν τεράστια κέρδη, βυθίζοντας εκατομμύρια ανθρώπους στην πείνα και αυξάνοντας τον έλεγχό τους στο παγκόσμιο διατροφικό σύστημα, μόνο και μόνο για να βγάλουν περισσότερα χρήματα οι ιδιοκτήτες και οι μέτοχοι των εταιρειών.
“Τέσσερις μόνο εταιρείες, η Archer-Daniels Midland, η Cargill, η Bunge και η Dreyfus, ελέγχουν περισσότερο από το 70% του παγκοσμίου εμπορίου σιτηρών, όμως δεν έχουν καμία υποχρέωση να αποκαλύψουν όσα γνωρίζουν για τις παγκόσμιες αγορές, ούτε για τα δικά τους αποθέματα σιτηρών. Η Greenpeace βρήκε ότι η έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τις πραγματικές ποσότητες αποθεμάτων σιτηρών μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν καθοριστικός παράγοντας στην αύξηση της κερδοσκοπίας στις αγορές τροφίμων και στις αυξημένες τιμές[3]”, συμπλήρωσε η Ελενα Δανάλη.
“Αυτές οι εταιρείες είναι τόσο άπληστες που έχουν παραγκωνίσει εκτός συστήματος τους παραγωγούς μικρής κλίμακας, που παράγουν στον τόπο όπου καταναλώνεται η τροφή, και βασικός τους στόχος είναι όντως να ταΐζουν τον κόσμο! Οι κυβερνήσεις πρέπει να δράσουν άμεσα ώστε να προστατεύσουν τους πολίτες από την εκμετάλλευση των μεγάλων εταιρειών. Χρειαζόμαστε πολιτικές που να ρυθμίζουν και να περιορίζουν τον έλεγχο των πολυεθνικών στο παγκόσμιο διατροφικό σύστημα, ειδάλλως οι ανισότητες που βλέπουμε τώρα θα γίνουν ακόμα πιο έντονες. Στην ουσία, πρέπει να αλλάξουμε το διατροφικό σύστημα. Αν αποτύχουμε, το κόστος θα είναι εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές”, πρόσθεσε η Ελενα Δανάλη.
Η Greenpeace προτείνει, υποστηρίζει και προωθεί τη στροφή σε βιώσιμο, δίκαιο και ανθεκτικό γεωργικό μοντέλο που εξασφαλίζει διατροφική κυριαρχία και δίνει στις κοινότητες τη δυνατότητα να έχουν έλεγχο και δύναμη στη διαμόρφωσή του. Οι πολιτικοί σε παγκόσμιο, εθνικό και τοπικό επίπεδο έχουν όλοι σημαντικό ρόλο να παίξουν ώστε να μπει ένα τέλος στην κυριαρχία και στο μονοπώλιο των εταιρειών στο διατροφικό σύστημα. Είναι στο χέρι τους να λάβουν μέτρα και να υιοθετήσουν πολιτικές που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και ρυθμίζουν τους κανονισμούς στις λειτουργίες του τομέα.
Στην Ελλάδα, η Greenpeace έχει ήδη προτείνει 4 άξονες προτεραιότητας για την αναδιαμόρφωση του αγροδιατροφικού μοντέλου στη χώρα (βρίσκονται στα χέρια του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και στα κόμματα της αντιπολίτευσης) οι οποίες εστιάζουν στην ενίσχυση εγχώριας παραγωγής, την προώθηση μεσογειακής διατροφής και την απεξάρτηση από τα λιπάσματα. Μαζί με χιλιάδες πολίτες που παίρνουν θέση, απαιτούμε από τους πολιτικούς μας μέτρα και αποφάσεις ώστε όλοι και όλες να έχουμε το φαγητό που αξίζουμε και δικαιούμαστε.