Αν υπάρχει κάτι το οποίο θα πρέπει να κρατήσουμε από την πολύωρη συζήτηση για τις υποκλοπές στη Βουλή αλλά και από όλα όσα ακούστηκαν τις προηγούμενες ημέρες είναι ότι: 1) στην Ελλάδα όλοι είναι υπό παρακολούθηση, 2) οι κοριοί και τα λογισμικά θα “καλύπτονται” εσαεί από την all time classic δικαιολογία περί “εθνικών λόγων”, 3) η συνέχεια θα καθοριστεί από όσα θα ακουστούν στην εξεταστική αλλά και από όσα βγουν στη φόρα από εδώ και στο εξής.
Τη στιγμή που η Ευρώπη (και μαζί της και η Ελλάδα) οδεύει προς το χειρότερο οικονομικά φθινόπωρο/χειμώνα της τελευταίας πεντηκονταετίας, στη Βουλή δεν είδαμε ξεκαθάρισμα της κατάστασης αλλά στείρες αντιπαραθέσεις, προσπάθειες συμψηφισμών και τα “άλλα λόγια να αγαπιόμαστε”!
Αρχικά ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν απασχολεί όλη την ελληνική κοινωνία. Υπάρχει κόσμος (η πλειοψηφία) που είναι απασχολημένος με πολύ σοβαρότερα γι’ αυτόν θέματα, με την επιβίωσή του σε ένα οικονομικό περιβάλλον που γίνεται – λόγω της ακρίβειας – ολοένα και πιο δύσκολο.
Τι συνέβη όμως στη Βουλή;
Η Κυβέρνηση, προσπάθησε να αμυνθεί ενώ έχει πιαστεί με τη γίδα στην πλάτη κι ενώ είναι πολιτικά απομονωμένη ακόμη κι από δικούς της ανθρώπους (οι απουσίες Καραμανλή και Σαμαρά δεν ήταν τυχαίες). Βλήθηκε από όλες τις υπόλοιπες παρατάξεις του Κοινοβουλίου – πλην αυτής που τη στηρίζει (μέχρι πότε άραγε θα συμβαίνει αυτό;). Και κάποιες φορές, στο πλαίσιο αυτής άμυνας που έπαιζε, η Κυβέρνηση συνελήφθη ψευδόμενη.
Η Νέα Δημοκρατία είναι πλέον σαφές ότι μπαίνει σε φάση εσωστρέφειας και εσωκομματικών πολέμων, με το μόνο συνεκτικό κρίκο που απομένει να είναι η πλειοψηφία στη Βουλή κι όχι κάποιος σαφής πολιτικός στόχος ή κάποιο πρόσωπο (όπως για παράδειγμα ο Πρωθυπουργός, που πλέον ανοιχτά αμφισβητείται ακόμη κι από πρώην υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος του).
Η ΝΔ αναπόφευκτα θα μπει εκ νέου σε φάση αντιπαράθεσης μεταξύ Μητσοτακικών, Καραμανλικών και Σαμαρικών – και οι υποκλοπές ήταν απλά η αφορμή να βγει και πάλι στην επιφάνεια η αντιπαράθεση των 3 αυτών συνιστωσών.
Η αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθεί να κερδίσει πόντους αλλά και (μελλοντικούς) συμμάχους, που θα τους χρειαστεί την επομένη των εκλογών με απλή αναλογική – οποτεδήποτε κι αν αυτές οι εκλογές γίνουν.
Γνωρίζοντας ότι τη συγκεκριμένη στιγμή μια πρόταση δυσπιστίας είναι καταδικασμένη να αποτύχει αφού τα νούμερα δεν βγαίνουν (και δεν θα βγαίνουν αν δεν αποκαλυφθεί κάτι ακόμη πιο συγκλονιστικό που θα αλλάξει το κλίμα εντός ΝΔ και θα οδηγήσει τους νεοδημοκράτες βουλευτές απέναντι από τον Μητσοτάκη), ο ΣΥΡΙΖΑ έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δια της πλαγίας οδού, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τις κάθε είδους εσωκομματικές (νεοδημοκρατικές) διαφορές. Ο Τσίπρας σε κάποια φάση ξεκίνησε να διαχωρίζει το κόμμα (ΝΔ) από την Κυβέρνηση (Μητσοτάκη), σε μια προσπάθεια να “ψήσει” τους βουλευτές της συμπολίτευσης να ξεκινήσουν να αμφισβητούν ευθέως και δημόσια τον πρωθυπουργό και αρχηγό τους.
Μπορεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης να φάνηκε ότι ο Τσίπρας έκανε ευθείες επιθέσεις στον Μητσοτάκη και στο κυβερνών κόμμα (κάποιες όντως ήταν τέτοιες), όμως στην ουσία την τιμητική τους είχαν οι πλαγιοκοπήσεις.
Από τη συζήτηση φάνηκε πως για τον ΣΥΡΙΖΑ το “σκάνδαλο των υποκλοπών Μητσοτάκη” δεν έχει γίνει ακόμη “σκάνδαλο υποκλοπών της ΝΔ” (τουλάχιστον δεν βολεύει πολιτικά να γίνει κάτι τέτοιο ακόμη).
Τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Μέρα25 και Ελληνική Λύση) σε γενικές γραμμές κινήθηκαν περίπου στο ίδιο μήκος κύματος: στη φάση αυτή έβαλλαν κατά του Κ. Μητσοτάκη.
Η συζήτηση για τις υποκλοπές έδωσε την ευκαιρία στα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης (πλην ΚΚΕ που ούτως ή άλλως έχει τη δική του φιλοσοφία) να κάνουν σαφείς τις αποστάσεις που θέλουν να έχουν από τα δυο μεγάλα κόμματα. Όλα προσπάθησαν να αποτινάξουν από επάνω τους τα σενάρια περί συνεργασιών τους με κάποιον από τους ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και θέλησαν να δείξουν ότι έχουν τη δική τους αυτόνομη πορεία σε όλα τα θέματα.
Το αν θα συνεχίσουν να κρατούν αυτές τις αποστάσεις θα εξαρτηθεί από μια σειρά από πράγματα.
Από τη συζήτηση δε γίναμε σοφότεροι, για πολύ συγκεκριμένους λόγους:
1) δεν απαντήθηκαν μια σειρά από σαφή ερωτήματα, όπως π.χ. για ποιο λόγο έγινε προσπάθεια να παρακολουθηθεί ο Ανδρουλάκης ή για ποιο λόγο παρακολουθούνταν ο δημοσιογράφος Κουκάκης. Τα μισόλογα δεν έπεισαν κανέναν απολύτως, ενώ όλοι θυμούνται τα περί Αρμενίας, περί Ουκρανίας κλπ κλπ (που δείχνουν πανικό και στο κάτω-κάτω ρεζιλεύουν τη χώρα).
2) δεν απαντήθηκε το ερώτημα αν υπάρχουν και άλλοι πολιτικοί που παρακολουθούνται. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που λένε εδώ και μέρες ότι υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα που παρακολουθούνταν και θα σκάσουν βόμβες μεγατόνων όταν βγουν στη φόρα ονόματα και διευθύνσεις.
3) δεν απαντήθηκε η καταγγελία σχετικά με το τις παρακολουθήσεις ως πράξη, δηλαδή δεν φωτίστηκαν οι πτυχές που αφορούν τα λογισμικά που χρησιμοποιήθηκαν ή το “καθεστώς” κάτω από το οποίο έγιναν οι παρακολουθήσεις (π.χ. αν έχουμε … ΣΔΙΤ στον τομέα των Υπηρεσιών Πληροφοριών!).
Τι θα γίνει στη συνέχεια
Η συνέχεια – τόσο στο σκάνδαλο των υποκλοπών όσο και σε καθαρά πολιτικό επίπεδο – θα εξαρτηθεί αποκλειστικά και μόνο από το εύρος όσων θα αποκαλυφθούν (ή των υφιστάμενων καταγγελιών που ίσως και να … ξεχαστούν).
Αν τελικά επιβεβαιωθούν και βγουν στην επιφάνεια όσα ακούγονται (κι ακούγονται διάφορα πολύ σοβαρά και επιλήψιμα πράγματα ακόμη και από νεοδημοκράτες που σήμερα ασκούν σκληρή κριτική στον Μητσοτάκη, σκληρότερη κι απ’ την κριτική του Τσίπρα και των υπολοίπων) τότε η άμεση προσφυγή στις κάλπες είναι αναπόφευκτη.
Και τότε τίθενται δυο ερωτήματα: με ποιον αρχηγό θα πάει στις κάλπες η ΝΔ και πως η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσουν να ξεπεράσουν το σκόπελο της απλής αναλογικής και να συμπληρώσουν μετεκλογικά το “151”, συνεργαζόμενοι με κάποιο/κάποια μικρότερα κόμματα.