Σαράντα οκτώ χρόνια πέρασαν λοιπόν από εκείνο το βράδυ που το άρμα μάχης της Χούντας των Συνταγματαρχών (που είχαν χώσει τη χώρα στον γύψο από το ’67) εισέβαλε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας με σκοπό να κάνει να σιγήσει το καλύτερο – διαχρονικά – κομμάτι της κοινωνίας, η νεολαία.
Άλλωστε είναι νομοτελειακό: η νεολαία έχει τον πρώτο λόγο πάντα, κάθε φορά που η κοινωνία καταπιέζεται και πρέπει να διεκδικήσει.
Οι τότε νεολαίοι έβλεπαν την Ευρώπη να πηγαίνει μπροστά. Και τη χώρα τους να πηγαίνει πίσω, να ζει με τα φαντάσματα του Εμφυλίου και της 4ης Αυγούστου, να μην μπορεί να ανασάνει λόγω της απόφασης κάποιων να… “σώσουν” την Ελλάδα.
Τι γίνεται όμως τώρα, σαράντα οκτώ χρόνια μετά τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου και της Νομικής της Αθήνας, που σήμανε την αρχή του τέλους της Χούντας; Τι θυμόμαστε; Τι τιμούμε;; Με τι ασχολούμαστε;
Για παράδειγμα
– ασχολούμαστε με το αν υπήρχαν νεκροί τις μέρες εκείνες. Φυσικά και υπήρχαν, και μάλιστα πολλοί – και όχι μόνο στην περιοχή γύρω απ’ το Πολυτεχνείο. Οι φονιάδες της Χούντας είχαν πιάσει δουλειά στις ταράτσες ή στο δρόμο και σκότωναν κόσμο. Τα επίσημα στοιχεία και τα δικαστικά αρχεία αυτό δείχνουν. Και οι μαρτυρίες όσων τότε βρέθηκαν στους δρόμους της Αθήνας αυτό αναφέρουν.
– ασχολούμαστε με το τι έκαναν τα επόμενα χρόνια κάποιοι από τους πρωταγωνιστές – φοιτητές της εποχής εκείνης. Λες και ενδιαφέρει (όποιον σκέφτεται σοβαρά) τι έκαναν κάποιοι τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Χούντας, εκμεταλλευόμενοι την ιστορία του Πολυτεχνείου: αν έγιναν βουλευτές ή πολιτικοί, αν έκαναν λεφτά απ’ το πουθενά ή αν έχτισαν καριέρες.
– κάνουμε πορείες με κατάληξη σε αμερικάνικα διπλωματικά κτήρια, ενώ την ίδια στιγμή έχουμε τις καλύτερες σχέσεις με την Αμερική από το 1974 και μετά.
Σίγουρα ο ρόλος των Αμερικάνων και του Κίσιντζερ ήταν καταλυτικός σε πολλά πράγματα που έγιναν τότε και πλήγωσαν αυτό που θα λέγαμε “εθνικό κόρμο”, πράγματα που ακόμη και σήμερα στοιχειώνουν την πατρίδα μας. Όμως είναι κάπως περίεργο αυτό που συμβαίνει. Απλά ας το θυμόμαστε για μελλοντική χρήση, ότι φιλίες υπάρχουν μόνο όποτε υπάρχουν κοινά συμφέροντα.
– κάθε 17 του Νοέμβρη βλέπουμε επεισόδια και καταστροφές. Και έχουμε συνδέσει αυτή τη μέρα με καμένους κάδους, βόμβες μολότοφ, βία, κλείσιμο του κέντρου των μεγάλων πόλεων.
Με βασικούς πρωταγωνιστές τους “γνωστούς- αγνώστους” και τους “μπαχαλάκηδες”. 47 χρόνια τώρα δεν μπόρεσαν να τους βρουν; Ή δεν μπορούν να βρουν όσους αποτελούν τη νέα γενιά των γνωστών – αγνώστων και των μπαχαλάκηδων; Εκτός πια κι αν μιλάμε για τίποτε άπιαστους Χαϊλάντερ (αν το δει κανείς λογικά, ένας που έσπαζε βιτρίνες το 1980 και ήταν τότε 25άρης, σήμερα πρέπει να είναι στα 66 του και να ‘χει ευελιξία αίλουρου).
– κάθε 17 του Νοέμβρη, όσο τα χρόνια περνάνε, βλέπουμε επίσης ένα απίστευτο μπέρδεμα σχετικά με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Με ποιους τα έβαλαν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες; Με τους Γερμανούς και τον Χίτλερ; Με τους Ιταλούς και τον Μουσολίνι; Μήπως το Πολυτεχνείο είχε σχέση με την 28η Οκτωβρίου (κοντά είναι χρονικά). Μπας και έπαιξε κάτι με τους Τούρκους και ξεσηκώθηκαν οι νέοι τότε;;
Κάθε χρόνο βλέπουμε και ακούμε διάφορα απίστευτα. Και γι αυτά που ακούμε δεν φταίνε αυτοί που τα λένε. Φταίνε αυτοί που δεν τους είπαν τους λόγους για τους οποίους συνέβησαν όσα συνέβησαν τον χειμώνα και το φθινόπωρο του 1973 – κι απλά έκαναν μια … γιορτούλα στο σχολείο, ίσα για να βγούμε όλοι απ’ την υποχρέωση και μετά βουρ για καφέ (κάποτε ήταν φραπεδιά, εσχάτως για ένας freddo)…
Όλα τα παραπάνω είναι αληθή. Συμβαίνουν. Κάθε χρόνο. Γιατί;;
Συμβαίνουν επειδή δυστυχώς δεν είδαμε ποτέ τη μεγάλη εικόνα του ξεσηκωμού του ’73. Και ασχολούμαστε συνεχώς με τα παραλειπόμενα, με τα μικρά, με τα δευτερεύοντα και πολλές φορές με τα πραγματικά ανούσια.
Η ουσία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι μια: οι νέοι εναντιώθηκαν σε ένα ανελεύθερο και καταπιεστικό καθεστώς. Που τους έκοβε την ανάσα, που τους έκλεινε το μέλλον, που τους χώριζε σε “καθαρούς” Έλληνες και στους “άλλους”. Εναντιώθηκαν σε ένα καθεστώς που τους στερούσε τη Δημοκρατία, απαιτώντας την.
Για αυτή, για τη Δημοκρατία, θα πρέπει να μιλάμε στους νέους (κι όχι μόνο σε αυτούς), κάθε φορά που μιλάμε για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου.
Για το δικαίωμα και την υποχρέωση να έχουμε όλες τις προοπτικές ανοιχτές, προστατεύοντάς την. Για το δικαίωμα και την υποχρέωση να αμφισβητούμε τον κάθε σφετεριστή της Δημοκρατίας, απ’ τη στιγμή που αυτός αμφισβήτησε την ικανότητά μας (και φυσικά το δικαίωμά μας) να επιλέξουμε ένα καλύτερο μέλλον για εμάς και τον τόπο μας.
Ίσως λοιπόν να ήρθε πια η ώρα η 49η επέτειος να γιορταστεί με τον τρόπο που πρέπει: χωρίς πορείες, χωρίς ανούσιες γιορτούλες στα σχολεία, χωρίς να ασχολούμαστε με το τι έκαναν τα χρόνια που ακολούθησαν τον Νοέμβριο του ‘73 όσοι ήταν στο Πολυτεχνείο, χωρίς επίσημες αργίες.
Ίσως ο καλύτερος εορτασμός για την 49η επέτειο (και για όλες τις επετείους που θα την ακολουθήσουν) να είναι η συνεχής προσπάθεια να μην θαφτεί στη λήθη ο πραγματικός λόγος του ξεσηκωμού του 1973.
Επειδή η Δημοκρατία δεν πρέπει να θεωρείται ποτέ ως δεδομένη, πρέπει επιτέλους κάποια στιγμή καταλάβουμε ότι ο ξεσηκωμός του Νοέμβρη του ‘73 (και του Φλεβάρη που προηγήθηκε) δεν ήταν κάτι που έχει να κάνει μόνο με τα γεγονότα εκείνων των ημερών, αλλά έχει να κάνει (στη δική μας εποχή) με τη συνεχή διεκδίκηση για ολοένα και περισσότερη και ποιοτικότερη Δημοκρατία – που μέσα από τη σύνθεση και την αποδοχή της διαφορετικότητας καταφέρνει να επιζεί, να εξελίσσεται και να δημιουργεί συνθήκες ευημερίας, χωρίς διαχωρισμούς.