Μετά από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) εκφράζει την αντίθεσή της στην απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας με την οποία απαγορεύονται δημόσιες συναθροίσεις στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από 15 μέχρι 18 Νοεμβρίου 2020.
Οι εξελίξεις στο συγκεκριμένο θέμα είναι ραγδαίες και οι απόψεις διαφέρουν, πάντως πρέπει να αναφερθεί πως πλέον η συζήτηση έχει μπει σε άλλο επίπεδο – και έχει ξεπεράσει αυτό της “καθιερωμένης πορείας για το Πολυτεχνείο”. Πλέον εξετάζεται το κατά πόσο υπάρχει παραβίαση του Συντάγματος γενικότερα.
Αιτία το γεγονός ότι η συγκεκριμένη απόφαση ξεπερνά συγκεκριμένα όρια που ξεκάθαρα τίθενται από το ίδιο το Σύνταγμα για τις δημόσιες συναθροίσεις υπό οποιεσδήποτε συνθήκες (πανδημίας κλπ). Αντικείμενο της συζήτησης είναι και η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) του προηγούμενου Μαρτίου – που κυρώθηκε απ’ τη Βουλή – και έχει να κάνει με τις συναθροίσεις.
Όλα αυτά επειδή υπάρχει διάταξη που ρητά αναφέρεται σε πορείες για την Πρωτομαγιά και την Επέτειο του Πολυτεχνείου αλλά και κυρίως επειδή η απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. είναι μια γενικευμένη απαγόρευση, χωρίς να προσδιορίζει τόπο ή χρόνο συγκεκριμένης συγκέντρωσης που να απαγορεύει (αυτό απαιτείται από τον Νόμο, ούτως ή άλλως).
Είναι προφανές ότι καμιά ΠΝΠ και κανένας νόμος δεν είναι υπεράνω του Συντάγματος και απ’ την ώρα που δεν τηρούνται όσα το ίδιο το Σύνταγμα αναφέρει αναφέρει, τότε κάθε απόφαση που αντίκειται σε αυτά καθίσταται αυτόματα αντισυνταγματική.
Η ανακοίνωση της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι η ακόλουθη:
“Γενική απαγόρευση συναθροίσεων: Στις εξαιρετικές περιστάσεις είναι εξαιρετικά κρίσιμος ο πυρήνας των ελευθεριών
Η κατάσταση ανάγκης που έχει δημιουργήσει η πανδημία δικαιολογεί προφανώς σειρά από μέτρα που περιορίζουν την άσκηση των ελευθεριών που εγγυάται στο πρόσωπο της καθεμιάς και καθενός η Ελληνική Δημοκρατία.
Για να είναι όμως τα μέτρα αυτά πράγματι δικαιολογημένα δεν αρκεί ούτε να είναι αποτελεσματικά ούτε να τα υποδεικνύει κάποια επιτροπή ειδικών. Γιατί τότε μόνον μπορούν να αξιώνουν την υπακοή μας εάν και εφόσον ανταποκρίνονται ευλαβικά στους όρους που θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι της Δημοκρατίας μας.
Και ανάμεσα στους αδιαπραγμάτευτους αυτούς όρους πρώτος και καλύτερος είναι το να μας αντιμετωπίζουν οι δημόσιες αρχές όλες και όλους μας κατ’ αρχάς ως υπεύθυνους πολίτες και όχι ως εκ προοιμίου άτακτους ανήλικους που χρήζουν κηδεμόνα.
Η χθεσινή γενική αναστολή του δικαιώματος του δημοσίως συνέρχεσθαι επί 4 ημέρες σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας εν όψει της επετείου του Πολυτεχνείου δεν τηρεί τις προδιαγραφές που θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι: το άρθρο 11 § 2 Σ. επιτρέπει μόνο κατ’ εξαίρεση τέτοια απαγόρευση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης για δύο περιοριστικά απαριθμούμενους και στενά ερμηνευόμενους λόγους: α) το να υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή β) να επαπειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Εν προκειμένω, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας εμπεριέχεται και η προστασία της δημόσιας υγείας, πάντως η καθολική απαγόρευση, χωρίς διάκριση, οιασδήποτε συνάθροισης, ακόμα και συμβολικής και ολιγομελούς, με μέριμνα τήρησης των γνωστών μέτρων προφύλαξης, ακόμα δε και εκείνων των φορέων, όπως ιδίως κομμάτων ή συνδικαλιστικών οργανώσεων, που γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να τιμήσουν την επέτειο του Πολυτεχνείου με διαφορετικό από το συνήθη τρόπο, παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας των μέτρων.
Περαιτέρω, ακόμα και αν πράγματι η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 επιτρέπει περιορισμούς των ελευθεριών μας για λόγους δημόσιας υγείας, η σχετική διάταξη κάνει με το παραπάνω σαφές ότι οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να αφορούν μόνον ατομικώς συγκεκριμένα πρόσωπα που συνιστούν κίνδυνο και σίγουρα όχι τον καθένα, όπως συμβαίνει με την επίμαχη απόφαση του Αρχηγού ΕΛΑΣ.
Η ΕλΕΔΑ έχει εκφράσει τη θέση ότι οι περιορισμοί των ελευθεριών μας κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν συνταγματικά ανεκτοί στο βαθμό που αξίωναν από τη καθεμιά και τον καθένα να εκπληρώσουμε υπεύθυνα προς τους συμπολίτες μας το χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης, που υπέχουμε απέναντί τους, ενόσω οι δημόσιες αρχές θα διασφάλιζαν την ισότιμη και αποτελεσματική στήριξη της υγειονομικής ασφάλειας και της οικονομικής επιβίωσης όλων.
Καμία αξίωση κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορεί να εκφραστεί με την γενική απαγόρευση δημοσίων συναρθροίσεων πολιτών που επιδιώκουν να διαδηλώσουν έτσι την κοινή πολιτική τους θέση, προεξοφλώντας ότι αυτοί αδυνατούν να αντιληφθούν την ανάγκη να τηρήσουν κατά τη δημόσια συνεύρεσή τους τις ενδεδειγμένες προδιαγραφές υγειονομικής ασφάλειας.
Ο έκδηλος αυταρχικός πατερναλισμός της επίμαχης απόφασης σε συνδυασμό με σειρά άλλων συναφών περιστατικών των τελευταίων ημερών, κατ’ εξοχήν δε τις συλλήψεις και την άσκηση ποινικών διώξεων για διέγερση σε απείθεια σε βάρος προσώπων που ανακοίνωναν δημόσια την πρόθεσή τους να συμμετέχουν σε πορεία, ενόσω δεν είχε καν ακόμα δημοσιευθεί η απόφαση παρά μόνον η πρόθεση της Κυβέρνησης για απαγόρευση, δημιουργούν την εντύπωση της εγκαθίδρυσης στη χώρα μας μιας πολιτειακής νοοτροπίας των κυβερνώντων που αφίσταται κατά πολύ των αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Σύμπτωμα δε αυτής της επικίνδυνης νοοτροπίας είναι ακριβώς και η ετοιμότητα της κυβέρνησης και των φίλα προσκειμένων σε αυτή ΜΜΕ να στιγματίσουν κάθε αντίρρηση στις πολιτικές επιλογές τους ως σκοταδιστικό ανορθολογισμό και λαϊκισμό.
Το δημοκρατικό μας Σύνταγμα είναι εγνωσμένα εχθρικό απέναντι σε κάθε ιδέα γενικευμένου σιωπητηρίου και αναστολής της κριτικής έναντι οιασδήποτε εξουσίας, οσοδήποτε αγαθές και αν είναι οι προθέσεις και οι σκοποί μιας πολιτικής.
Και αν είναι αληθές ότι η απλή λογική επιβάλλει την αναγνώριση των εξαιρετικών περιστάσεων και συνεπώς της ανάγκης λήψης εξαιρετικών μέτρων, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι ιδίως σε περιόδους κρίσης είναι ακόμα πιο πολύτιμη η διαφύλαξη του σκληρού πυρήνα του δημοκρατικού κράτους δικαίου, στον οποίον αυτονόητα εντάσσονται οι ελευθερίες έκφρασης και συνάθροισης και οι θεμελιώδεις συνταγματικές εγγυήσεις τους.”