Μανιπουλάρω
ρ. μετβ. (μανιπουλάρισα), επηρεάζω επιδέξια (άτομο ή ομάδα), με τρόπο που να σκέπτεται και να ενεργεί όπως επιθυμώ: μερικοί συνδικαλιστές προσπαθούν να μανιπουλάρουν τους εργαζομένους
ΣΥΝ.: χειραγωγώ – μανιπουλάρισμα (το)
ΕΤΥΜ.: < ιταλ. manipolare < λατιν. Manipulus “χούφτα”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1045