δυσφράδεια (η) (χωρίς πληθυντικό)
ΙΑΤΡ.: δυσχέρεια στην προφορά και την άρθρωση των λέξεων
ΕΤΥΜ.: μεσν. < δυσφραδής < δυσ + -φραδής < φράζω “μιλώ, εκφράζομαι”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 535