Τα δίσεκτα έτη όλοι μας τα γνωρίζουμε. Κάθε τέσσερα χρόνια στο μήνα Φεβρουάριο προστίθεται μια ακόμη ημέρα, πέραν των 28, κι έτσι στα δίσεκτα έτη ο μήνας αυτός έχει 29 ημέρες.
Σε απλά ελληνικά και για να μην το κάνουμε περίπλοκο να πούμε ότι η προσθήκη γίνεται για να… αναπληρωθεί στα ημερολόγια μας το 1/4 της ημέρας που “χάνεται” κάθε χρόνο – αφού κατά τη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο ο πλανήτης μας γυρίζει γύρω απ΄τον άξονά του 365 φορές και κάτι ψιλά = 365 ημέρες και κάτι ψιλά, για την ακρίβεια 365,242199 ημέρες.
Ο πιο πρόσφορος τρόπος ήταν ένας: τρεις χρονιές το έτος έχει διάρκεια 365 μέρες και κάθε τέταρτο χρόνο προστίθεται μια ακόμη ημέρα στον Φεβρουάριο (και έτσι τα δίσεκτα έτη έχουν 366 μέρες).
Βέβαια ο καθορισμός του χρόνου είναι πιο περίπλοκος (επειδή 0,242199 μέρες επί 4 δεν κάνει 1 – δηλαδή δεν μας δίνει 1 μέρα κάθε τέσσερα χρόνια), όμως σε γενικές γραμμές τα πράγματα είναι έτσι. Στην ουσία δίσεκτα όλα τα “τέταρτα” έτη, εκτός από εκείνα που διαιρούνται με το εκατό αλλά όχι και με το τετρακόσια και εκτός από εκείνα που διαιρούνται και με το εκατό και με το τέσσερις χιλιάδες.
Πως πήρε το όνομά του το “δίσεκτο” έτος;;
Αιτία είναι οι Ρωμαίοι και ο Ιούλιος Καίσαρας.
Αφού είδε και απόειδε ο Ιούλιος, ζήτησε να του φτιάξουν ένα ημερολόγιο ακριβείας. Και του το έφτιαξαν, ακριβές για τα δεδομένα της εποχής του.
Κάπου όμως έπρεπε να “χώσουν” και το 1/4 της ημέρας που χάνονταν. Αποφάσισαν λοιπόν να προσθέσουν μια ακόμη ημέρα αμέσως μετά από την 6η ημέρα προ των καλενδών του Μαρτίου. Την ονόμασαν “δις έκτη” ημέρα (“δεύτερη έκτη” ημέρα – bis sextus στα λατινικά), αφού η έκτη ημέρα μετρούνταν δυο φορές.
Τώρα, το αν το “δις” (το “δεύτερο” δηλαδή) στην πορεία του χρόνου και στο λαϊκό υποσυνείδητο έγινε “δυσ-” (δηλαδή κάτι που συνδυάζεται με τη δυστυχία, τη γκαντεμιά και όλα τα στραβά), αυτό είναι ένα άλλο θέμα….