Αντιστάθμισμα (το)
{αντισταθμίσμ-ατος | -ατα, -άτων}
1. (κυριολεκτ.) βάρος που χρησιμοποιείται για την αντιρρόπηση άλλου, για την αντικατάσταση ή την επίτευξη ισορροπίας: (στο ζύγισμα) ήθελε είκοσι κιλά ~ για να ισορροπήσει. ΣΥΝ.: αντίβαρο
2. (γενικότ.) οτιδήποτε προσφέρεται ως αναγνώριση και ανταμοιβή παροχής, υπηρεσίας ή προς αναπλήρωση απώλειας: αυτή η μέρα χαράς είναι το ~ των αγώνων μιας ζωής. ΣΥΝ.: ανταμοιβή, αποζημίωση, αντάλλαγμα
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 211