Επίπλαστος, -η, -ο
αυτός που δεν χαρακτηρίζεται από φυσικότητα, αληθοφάνεια: ~ αμόγελο / ευγένεια / ειλικρίνεια / συμπεριφορά / αρετή.
ΣΥΝ.: προσποιητός, επιτηδευμένος, τεχνητός, υποκριτικός
ΑΝΤ.: πραγματικός – επίπλαστα (επίρρ.)
ΕΤΥΜ.: μτγν. <αρχ. ἐπιπλάσσω < ἐπί + πλάσσω / -ττω “πλάθω”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 654