Εγκατασπείρω
ρ. μετβ. {μτγν} (εγκατέσπειρα, εγκατασπάρθηκα, εγκατασπαρμένος)
1. σκορπίζω στο χώρο, εκτοξεύω προς όλες τις κατευθύνσεις. ΣΥΝ.: διασπείρω
2. (μτφ) υποθάλπω και διαδίδω προς όλες τις κατευθύνσεις (ειδήσεις, φήμες κλπ) – τη διχόνοια/ψεύδη. ΣΥΝ.: διασπείρω, διασκορπίζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 543