Έκρυθμος, -η, -ο
{μτγν.} (λόγ) αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα της έκρηξης, που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει: η κατάσταση της χώρας πριν από το πραξικόπημα ήταν ιδιαίτερα ~
ΣΥΝ.: διαταραγμένος – εκρύθμως (επίρρ.), εκρυθμία (η) 1889
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 576