Εμφαίνω
ρ. μτβ. (μόνο στον ενεστώτα)
προβαίνω στη δήλωση, φανερώνω: απαιτείται βεβαίωση που εμφαίνει σε ποιον ανήκει η κυριότητα του οικοπέδου
ΣΥΝ.: δηλώνω, δείχνω
ΣΧΟΛΙΟ: λ. απόφαση
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἐν + φαίνω / – ομαι
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 599