Παυσίλυπος, -ή, -ό (λογ.)
αυτός που περιορίζει τη στεναχώρια, που μειώνει την ένταση της λύπης.
ΕΤΥΜ.: αρ.χ < παυσι- (< παύω, πβ. παῦσ-ις) + -λυπος < λύπη.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1360