Ληψοδοσία (η) [ληψοδοσιών]
(λογ.) η εμπορική συναλλαγή ΣΥΝ.: δοσοληψία, αγοραπωλησία, (λαϊκ.) πάρε-δώσε, αλισβερίσι.
ΕΤΥΜ: < ληψο- (λήψη) + δοσία (<δόση)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1009