Διακυβεύω
ρ. μετβ. {διακύβευ-σα, – θηκα, -μένος} (λογ.)
1. θέτω (κάτι) σε κίνδυνο μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα γεγονότος ή εγχειρήματος, τα παίζω όλα για όλα: – τα συμφέροντά μου / τη ζωή μου / την ειρήνη / τα πάντα
(ΣΥΝ.: ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω)
2. (μεσοπαθ. διακυβεύομαι) εκτίθεμαι σε κίνδυνο, απειλούμαι: διακυβεύεται η ασφάλεια και η σταθερότητα της χώρας || διακυβεύονται σημαντικά ποσά.
Διακύβευση (η) [1852]
ΕΤΥΜ: μτγν. δία + κυβεύω “παίζω ζάρια – διακινδυνεύω < κύβος “ζάρι”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 485