Νεοφυής, -ής, -ές
{νεοφυ-ούς | -είς (ουδ. -ής} αυτός που φύτρωσε και βλάστησε πρόσφατα: ~ άνθη
σχόλιο: -ης, -ης, -ες.
ΕΤΥΜ.: μτγν. νέο + -φυής < φύω, φύωμαι
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1174