Εμπεδώνω
ρ. μετβ. (εμπέ-δωσα, -θηκα, -μένος)
1. καθιστώ (κάτι) ασφαλές, σίγουρο και σταθερό, οργανώνω σε πιο συμπαγή μορφή: η δημοκρατία εμπεδώνεται στην πράξη με τη συμμετοχή του πολίτη
ΣΥΝ.: στερεώνω, σταθεροποιώ, εδραιώνω
2. (μτφ) κατανοώ (κάτι) πλήρως, το κάνω κτήμα μου, αφομοιώνω: με επαναλήψεις και εξάσκηση θα εμπεδώσει τις γνώσεις του.
ΕΤΥΜ: < αρχ. ἐμπεδῶ (-όω) “επιβεβαιώνω, επικυρώνω” < ἔμπεδος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 595