άθυρμα (το)
{αθύρμ-ατος | -ατα, -άτων}
1. (λογ) αυτό με το οποίο παίζει κανείς, το παιχνίδι
2. (μεταφ.) ο άνθρωπος που χρησιμοποιείται σαν παιχνίδι στα χέρια των άλλων, που άγεται και φέρεται, που δεν διαθέτει δική του βούληση: ~ της μοίρας || ~ πολιτικού πάτρωνα.
– αθυρματοποιός (ο) [1897] αθυρματοπιοία (η)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 83