μεμπτός -ή, -ό
αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να κατακριθεί: δεν έβρισκε τίποτε ~ στη συμπεριφορά του.
ΣΥΝ: αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος, επιλήψιμος, αξιόμεμπτος
ΕΤΥΜ: μέμφομαι βλ.λ.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 1071