Παραδοχή (η)
1. η αναγνώριση της ορθότητας (γνώμης ή πράγματος): οι επισημάνσεις του έτυχαν γενικής ~ || ~ της ενοχής / της αποτυχίας / των ελαττωμάτων μου || ~ της ανωτερότητας κάποιου
ΣΥΝ. Αποδοχή, ομολογία, αναγνώριση ΑΝΤ. Άρνηση, απόρριψη
2. (συνεκδ.) οτιδήποτε γίνεται δεκτό ως αληθινό ή έγκυρο για τις ανάγκες συλλογισμού, επιχειρήματος κλπ : οι ισχυρισμοί του βασίζονται σε λανθασμένες ~.
ΕΤΥΜ: αρχ. < παραδέχομαι
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1324