Ειλητάριο (το) [ειληταρί-ου | -ων]
ΕΚΚΛΗΣ. Στενή και επιμήκης λωρίδα παπύρου ή και περγαμηνής που τυλίγονταν γύρω από τον κοντό (κυλινδρικό ξύλο), ώστε μπορούσε να ξεδιπλώνεται και να διπλώνεται, και που χρησιμοποιούνταν για την αναγραφή σε αυτήν της Θείας Λειτουργίας και την ανάγνωση των Ευχών από τον ιερέα: Ιεράς Μονής Πάτμου ~ Λειτουργίας Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΕΤΥΜ: < μτγν. Εἰλητάριον, αρχική σημ. “περιτύλιγμα” < ειλητός < αρχ. εἰλέω “συστρέφω, τυλίγω” βλ. κ. εἰλεός”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 558