Διφορούμενος, -η, ο
1. αυτός που επιδέχεται δυο ερμηνείες, που μπορεί να ερμηνευτεί με δυο τρόπους, αμφίσημος: ~ έννοια / νόημα / ύφος
2. (μτφ) ασαφής, αόριστος: ~ λόγος / απάντηση
ΣΥΝ.: αμφιλεγόμενος ΣΧΟΛ.: δίσημος
ΕΤΥΜ: μτχ. ενεστ. του μτγν. “διφοροῦμαι” “προφέρομαι, εκφωνούμαι διττως” <δι (<δίς) + φορῶ/-οῦμαι < φέρω. Η σημερινή σημασία απαντά αρχικώς στους στωικούς φιλοσόφους.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 517