Δημηγορία (η) {δημηγοριών}
1. (επίσ.) πολιτική αγόρευση, ομιλία πολιτικού σε συγκεντρωμένο πλήθος ΣΥΝ.: λόγος
2. (ειδικοτ.) συμβουλευτικός ρητορικός λόγος που εκφωνούσαν σημαίνουσες πολιτικές, στρατιωτικές και πνευματικές προσωπικότητες ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου • ως είδος άνθησε τον 5ο αι. π. Χ. στην αθηναϊκή δημοκρατία, έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό του την έντεχνη διάταξη των επιχειρημάτων: οι ~ του Αλκιβιάδη, όπως τις παραθέτει ο Θουκυδίδης.
– δημηγορικός, -ή, -ό (αρχ.), δημηγορώ ρ. (αρχ) {… -είς}
ΕΤΥΜ: αρχ. <δημηγόρος < δῆμος + -ήγορος (με έκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει < ἀγορά)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 470