Ευτράπελος, -η, -ο
1. (για ενέργεια, κατάσταση, λόγο προφορικό ή γραπτό) αυτός που προκαλεί γέλιο και ευθυμία: ~ παρατηρήσεις / ιστορίες / ύφος / αφήγηση ΣΥΝ.: αστείος, φαιδρός, ευθυμος ΑΝΤ.: σοβαρός, περισπούδαστος
2. ευτράπελα (τα) αστεία ή γελοία επεισόδια: τα ~ της πολιτικής / της κοσμικής Αθήνας. – ευτράπελα (επιρρ). ευτραπελία (η) (αρχ.).
ΕΤΥΜ.: αρχ. αρχική σημ. “ευμετάβλητος – ετοιμόλογος”, “εὐ + -τράπ-ε-λος πβ. αόρ. β’ ἐ-τράπ-ην του ρ. τρέπω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 696