Μωρολόγημα (το)
[αρχ.] (μωρολογήμ-ατος | -ατα | -άτων)
ανόητη κουβέντα, λόγος ή ομιλία χωρίς περιεχόμενο η χθεσινή μας συζήτηση ήταν γεμάτη μωρολογήματα και φλυαρίες.
ΣΥΝ.: χαζοκουβέντα, φληνάφημα, ανοησία, βλακεία
ΑΝΤ.: ευφυολόγημα, εξυπνάδα. Επίσης μωρολογία (η) [αρχ.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 1160