Ορθοέπεια (η)
(χωρίς πληθυντικό) η σωστή γλωσσική διατύπωση, ο σωστός χειρισμός του λόγου – ορθοεπής, -ης, -ές (μτγν) ορθοεπώς επίρρ.
ΕΤΥΜ.: αρχ. ὀρθο + -έπεια < επής < ἔπος, πβ. ἀμετρο-έπεια, καλλι-έπεια
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1274