εκποίηση (η)
αρχ. [-ης κ. -ήσεως | -ήσεις κ. -ήσεων]
1. (α) η αναγκαστική πώληση, συνήθ. Κατόπιν αποφάσεως δικαστηρίου (β) κακοσ.: το ξεπούλημα: η ~ του εθνικού πλούτου σε ξένους επιχειρηματίες.
2. ΝΟΜ.: η μεταβίβαση, αλλοίωση, κατάργηση ή επιβάρυνση υφιστάμενου δικαιώματος.
– Εκποιητής (ο), εκποιητικός, – ή, -ό
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 575