Ανέστιος, -α, -ο
αυτός που δεν έχει δικό του σπίτι (εστία) και, κατ’ επέκτ. πατρίδα, αυτός που περιπλανάται από τον έναν τόπο στον άλλον: γύριζε από χωριό σε χωριό, από σπίτι σε σπίτι, ~ και αξιοθρήνητος.
ΣΥΝ.: περιπλανώμενος
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀν – στερητ. + ἑστία
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 184