ανεπιτήδειος, -α, -ο
(αρχ – λογ.) αυτός που δεν διαθέτει τις κατάλληλες δεξιότητες ή ικανότητες (συν. για την εκτέλεση έργου): είναι ~ αν χειριστεί τέτοιο λεπτό ζήτημα. ΑΝΤ.: επιτήδειος.
Ανεπιτήδεια επιρρ., ανεπιτηδειότητα (η) (μτγν.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 183