Απόστημα (το)
(αποστήμ-ατος | -ατα, -άτων)
1. ΙΑΤΡ.: Η συσσώρευση πυώδους υγρού σε νεοσχηματισμένη κοιλότητα (πβ. λ. Εμπύημα)
2. μτφ.: κάθε σύμπτωμα κοινωνικής παθολογίας (εγκληματικότητα, ναρκωτικά κλπ): τα ναρκωτικά έχουν καταντήσει το μεγαλύτερο ~ της κοινωνίας μας.
ΕΤΥΜ.: αρχ. Αρχική σημασία “απόσταση, διάστημα” < ἀφίστημι “απομακρύνω”. Ο ιατρικό όρος απαντά ήδη στον Ιπποκράτη
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 255