Λυσιτελής, -ης, -ές
{λυσιτελ-ούς | -είς (ουδ. -ή | λυσιτελέστ-ερος, – ατος} (λογ.)
αυτός που παρέχει οφέλη, ο χρήσιμος: ~ μέτρα / λύσεις
ΣΥΝ.: ωφέλμος, τελέσφορος, επωφελής ΑΝΤ.: αλυσιτελής – λυσιτελώς επιρρ. [μτγν.] λυσιτέλεια (η) [μτγν.], λυσιτελώ ρ. (αρχ.)
ΣΧΟΛΙΟ λ.: -ης, -ης, -ες
ΕΤΥΜ.: αρχ. < λυσι- (λύω) + -τελής < τέλος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1028