Με πολλή “φασαρία” και χωρίς να επιτυγχάνεται καμιά ουσιαστική αλλαγή φαίνεται πως συνεχίζεται το… σήριαλ που έχει να κάνει με το θέμα των σχέσεων μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας.
Δε θα μπω στη διαδικασία να μιλήσω για διαχωρισμό μεταξύ της Πολιτείας και του Κράτους. Αυτός θα πρέπει να γίνει εκ των πραγμάτων, για μια σειρά από λόγους. Να γίνει όμως με σεβασμό στον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας, λαμβάνοντας υπόψη τα καλά και τα κακά της σχέσης αυτής διαχρονικά, τα υπέρ και τα κατά για την Πολιτεία και την Εκκλησία. Λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του κάθε μέρους στην κοινωνία σήμερα.
Γιατί είναι αμέτρητες οι φορές που το ένα μέρος χρησιμοποίησε το άλλο ώστε να επιτευχθούν οι κατά καιρούς στόχοι του.
Τόσο οι πολιτικοί (και κατά συνέπεια τα κόμματα, οι κομματάρχες, το ίδιο το Κράτος) χρησιμοποίησαν την Εκκλησία, όσο και η ίδια η Εκκλησία (και συνεκδοχικά οι ιερείς, οι ιεράρχες αλλά και οργανισμοί που είναι της Εκκλησίας ή εξαρτώνται από αυτή) χρησιμοποίησαν την Πολιτεία.
Σκοπός αμφοτέρων ήταν η εξυπηρέτηση των σκοπών τους, μέσα από την ιδιαίτερη σχέση που έχουν.
Όμως μετά από σχεδόν 189 χρόνια ύπαρξης της Ελληνικής Πολιτείας είναι καιρός πλέον ο καθένας να κοιτάξει τα του Οίκου του. Είναι καιρός να σταματήσει η εμπλοκή τους ενός στις υποθέσεις του άλλου, με ρήτρες που θα πρέπει να είναι αυστηρές για όσους τις παραβιάζουν.
Άπειρα (και όχι μακριά από την καθημερινότητα ακόμη και της περιοχής μας) είναι τα παραδείγματα όπου η Εκκλησία χρησιμοποίησε τη δύναμή της για να προωθήσει θέματα που την αφορούν, “εξαργυρώνοντας” τον ιστορικό ρόλο που κάποτε είχε – σε στιγμές που η Πολιτεία δεν υπήρχε και οι Έλληνες ήταν ένα έθνος που στερούνταν κρατικής υπόστασης.
Αν δούμε τα θετικά της έως τώρα πορείας της, δεν θα πρέπει να αμφισβητήσουμε ποτέ ότι Εκκλησία κατάφερε σε καιρούς δύσκολους να υποκαταστήσει κρατικές υποδομές που κάποτε δεν υπήρχαν, κατάφερε να κρατήσει ψηλά το φρόνημα των Ελλήνων, κατάφερε να κρατήσει ζωντανή στις ψυχές των Ελλήνων την έννοια του Ελληνισμού και τη φλόγα για απελευθέρωση. Και μετά από αυτή, μέσα από τις δομές της και από φέροντες το ράσο κάθε εκκλησιαστικής βαθμίδας που ήταν πραγματικά παλληκάρια, η Εκκλησία κατάφερε να βοηθήσει την Πολιτεία να μεγαλώσει και να αποκτήσει τα σημερινά της όρια ή να αντισταθεί σε κατακτητές.
Απ’ την άλλη, η Πολιτεία από την πρώτη ημέρα της ύπαρξής της επιφύλαξε για την Εκκλησία μια προνομιακή θέση και σχέση – σε κάποιες περιπτώσεις καλύτερη ακόμη κι από αυτή που είχε με τους ίδιους τους Πολίτες της ως μονάδες και ως συλλογικότητες. Ίσως να το έκανε ως μια έμπρακτη απόδοση όσων όφειλε στην Εκκλησία για τη βοήθεια που παρείχε στο Έθνος. Κάποιες φορές το έκανε με φειδώ, κάποιες άλλες δεν το έκανε καθόλου ενώ τις περισσότερες φορές η Πολιτεία ίσως και να ‘δωσε και περισσότερα από όσα θα έπρεπε να δώσει.
Είναι όμως καιρός πια να “χαλαρώσει” αυτή η σχέση, πολύ απλά επειδή δεν είναι ωφέλιμη για κανέναν. Γιατί δεν είχε μέσα της μόνο τα θετικά αλλά και πάρα πολλά αρνητικά (στα οποία δεν θα αναφερθώ τώρα), ειδικά στο παρελθόν – πρόσφατο και απώτερο.
Είναι καιρός να ξεκαθαρίσει πλέον η σχέση, να αποκτήσει το κάθε μέρος το ρόλο που πρέπει και του αναλογεί στην κοινωνία.
Είναι καιρός να προστατεύσει η Πολιτεία την Εκκλησία (σεβόμενη την ιδιαίτερη σχέση που αυτή έχει με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων) και να κοπούν οι άμεσοι δεσμοί μεταξύ πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων. Όπως είναι πια καιρός να αποσυρθεί η Εκκλησία από μια σχέση που μόνο προβλήματα στην λειτουργία της και στη δημόσια εικόνα της δημιουργεί.
Ας μην μπερδεύουν κάποιοι, εσκεμμένα, το έργο της Εκκλησίας (όπως για παράδειγμα τα χιλιάδες συσσίτια που καθημερινά δίδονται) με τις όποιες παρεμβάσεις κάνει σε πολιτικό επίπεδο ή με τις όποιες “ευκολίες” αυτή απολαμβάνει για παράδειγμα σε οικονομικό ή σε φορολογικό επίπεδο. Το έργο της Εκκλησίας καθορίζεται αυστηρά από όσα πρεσβεύουν τα ιερά κείμενα. Όχι από τις πολιτικές ή κομματικές θέσεις ενός εκάστου παπά ή μητροπολίτη ή της Ιεράς Συνόδου, που κατά καιρούς θέλει να παρεμβαίνει στα τοπικά ή στα γενικότερα πολιτικά ή πολιτειακά πράγματα και υποθέσεις.
Μια από τα ίδια και απ’ την άλλη πλευρά: καιρός να κοπεί η απαράδεκτη πρακτική που θέλει πολιτικούς να “τα βρίσκουν” εν κρυπτώ ή φανερά με μέλη κάθε βαθμίδας της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, αποσκοπώντας σε ψήφους και σε επηρεασμό των λαϊκών που κάθε Κυριακή πηγαίνουν στους ναούς για να ακούσουν το λόγο του Θεού (και στο τέλος, σε πολλές περιπτώσεις, αντί αυτού ακούνε κομματικές ή άλλες θέσεις). Γιατί και το έργο της Πολιτείας, αντίστοιχα, καθορίζεται από το συνταγματικό ή από άλλα κείμενα τα οποία θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά και απαρέγκλιτα.
Ας αντιληφθούμε επιτέλους την πραγματικότητα και ας κινηθούμε βάση αυτής: άλλοι οι σκοποί της Πολιτείας και άλλοι οι σκοποί της Εκκλησίας.
Πρόκειται για δυο οντότητες που οι σκοποί τους είναι διαφορετικοί αλλά κινούνται σε παράλληλους δρόμους και απευθύνονται το ίδιο “κοινό”.
Πρέπει να ξεκαθαρίσει η σχέση αυτή, που μόνο ξεκάθαρη δεν είναι. Η εμπειρία δείχνει ότι είναι προς όφελος όλων, κληρικών και λαϊκών, Εκκλησίας και Πολιτείας.