Κρατύνω (κ. -άω)
ρ. μτβ. {εκράτυνα} (σπάν.-αρχαιοπρ.) (λογ.) ενισχύω, ισχυροποιώ: με την πολιτική του εκράτυνε την αυτοκρατορία και επέβαλε παντού την ισχύ του.
ΣΥΝ.: κραταιώνω.
ΕΤΥΜ.: αρχ < κράτος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 955