Αμετροεπής, -ής, -ές
(αμετροεπ-ούς | -είς, ουδ.: -ή) (λογ.)
1. αυτός που δεν έχει μέτρο στα λόγια του, που φλυαρεί: ~ ομιλητής. ΣΥΝ.: φλύαρος
2. αυτός που λέει υπερβολικά λόγια, μεγαλοστομίες ή προσβολές.
– αμετροέπεια (η) [1887], αμετροεπώς (επίρρ.) ΣΧΟΛΙΟ: λ. -ης, -ης, -ες, εχέμυθος
ΕΤΥΜ.: αρχ < ἄμετρος + -επής <ἔπος (λόγος).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 136