«Οδεύω τη μακρινή έρημο βαδίζω τη σωστή γη πέτρα, που φανερή δεν έχει ιδέες, γνώμες δεν έχει·» (Θανάσης Γεωργιάδης, ‘Ωδές’).
Με άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα “Jacobin” και μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα από την Βάσια Χιώτη για λογαριασμό του “Iskra.gr”, οι Στάθης Κουβελάκης και Κώστας Λαπαβίτσας1 εστιάζουν την ανάλυση τους κύρια στην περίπτωση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και μη, ανα-πλαισιώνουν κριτικά και βαθυ-δομικά τους όρους ανα-συγκρότησης του τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού2 συστήματος εν καιρώ οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης και μνημονιακής διαχείρισης της, αναφέροντας, υπό τους όρους μίας εκτατικής κριτικής, την παράλληλα με την πραγματοποίηση των πλειστηριασμών, εντεινόμενη “αυταρχικοποίηση” του κυβερνώντος κόμματος του “Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς”.
Mία διαδικασία η οποία και σχετίζεται με τα προσίδια διακυβεύματα-επίδικα, αφενός μεν της εμβάθυνσης της ανα-συγκρότησης3 του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως συστηματοποιημένου και δομικού πεδίου και τμήματος του εν Ελλάδι κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, εμβάθυνση που εγγράφει τα χαρακτηριστικά της περαιτέρω “εκκαθάρισης” κεφαλαίων, της αναγκαιότητας διαχείρισης των περιώνυμων “κόκκινων”, ήτοι των μη-εξυπηρετούμενων δανείων (δείκτης μίας εμπρόθετης κοινωνικής – ταξικής “υποτίμησης” και άρσης), καθώς και της διαμόρφωσης των όρων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης γύρω από τον ‘διαφορικό’ άξονα των τεσσάρων “συστημικών” τραπεζών, οι οποίες, υπό το πρίσμα άρθρωσης ενός ιδιαίτερου, κατά Max Weber “διευθυντικού πράττειν”4, επιδιώκουν την περαιτέρω επέκταση και συνδεσιμότητα με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές ενσωματώνοντας “υπολειμματικά” τραπεζικά ιδρύματα και, αφετέρου δε με το ζήτημα των εντεινόμενων πλειστηριασμών πρώτης (και λαϊκής) κατοικίας, στρατηγικό ζήτημα το οποίο και συναρθρώνεται με την “ανάκτηση” και την αναπαραγωγή της τραπεζικής5 – χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας και κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Σε αυτή την περίπτωση, διαμέσου της εμπράγματης όσο και ουσιαστικοποιημένης διαδικασίας ενίσχυσης της ακόμη εύθραυστης τραπεζικής “πίστης”, λαμβάνει χώρα ή αλλιώς επιτελείται η επάλληλη πολιτική διεξαγωγής πλειστηριασμών σε διάφορα αστικά κέντρα της χώρας, εκεί όπου τοποθετείται, τραπεζικά και δια-τραπεζικά ενταγμένο, το και τα πλαίσια της, κατά τους συγγραφείς του κειμένου «αυταρχικής στροφής»6 του ΣΥΡΙΖΑ και της συγ-κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και των “ΑΝ.ΕΛΛ.”, στο σημείο μίας περιεχομενικής άσκησης κρατικής-κατασταλτικής βίας ενώπιον και εναντίον των κινημάτων που δρουν ενάντια στους πλειστηριασμούς, κινήματα που θέτουν ως ενεργητική “δεσπόζουσα” την συμβολική και μη ακύρωση των πλειστηριασμών, συνυφαίνοντας την ακύρωση τους με την “δυναμολογία” πρόκλησης ανισορροπιών εντός τραπεζικού συστήματος, όπως και στις αγορές του χρήματος, με το κατασταλτικό ‘πράττειν’ να δύναται να αποτελέσει πεδίο ή “υπερ-πεδίο” συμπύκνωσης των επάλληλων κυβερνολογικών μετασχηματισμών του ΣΥΡΙΖΑ, σημαίνον ‘φόρτισης’ ασκούμενων πολιτικών που προσιδιάζουν, αναφέρουν και αναφέρονται σε μία βαθιά πολιτική όσο και κοινωνιο-οντολογική δράση “παύσης”, αναγκαστικής κατάσχεσης και πώλησης της “Εστίας” ή και άλλων ακίνητων αξιών..
Το πολιτικό, κινηματικό όσο και συνθηματολογικό υπόδειγμα του “Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη”7 μεταβάλλεται στην ίδια, αξιο-γενετική “απάρνηση” του, μετασχηματίζεται σε μία (Φουκωϊκή) βιο-πολιτική επί του πλήθους, και του λαϊκού πλήθους, σωρεύει προϋποθέσεις μίας ανεστραμμένης ταξικότητας, “ενσαρκώνει” τα “βίαια” πραγμολογικά χαρακτηριστικά της μνημονιακής ρύθμισης των κρισιακών ροών, αυτή την φορά με εκφάνσεις “απ-αλλοτρίωσης” ακίνητης περιουσίας, καθιστάμενη πλέγμα της σκοπούμενης ανα-κεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Δύναται να αναφέρουμε πως επρόκειτο για την δόμηση μίας “κατασταλτικοποίησης”, η οποία “εδαφοποιεί” τυπολογίες δράσης, “συμβολοποιεί” για να “περι-φράξει” τους χώρους πραγματοποίησης των πλειστηριασμών, ενέχοντας τα πρίσματα, μίας εξαντικειμενοποιημένης “τεχνολογικοποίησης” της όλης διαδικασίας: και υπό την πίεση των ‘θεσμών’, οι κατασχέσεις και οι ‘από τα πάνω’ δημεύσεις περιουσιών διεξάγονται ηλεκτρονικά, με την χρήση “μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας που ενεργοποιείται από τους συμβολαιογράφους”8, όπως τονίζουν οι Στάθης Κουβελάκης και Κώστας Λαπαβίτσας, προσδίδοντας στην όλη στρατηγική διαδικασία διαστάσεις μίας τεχνολογικής9 “φραγής” με πρόταγμα την, με άμεσες σωματικές-πολιτικές σημάνσεις, “παύση” της ακτιβιστικής δράσης και της διαμόρφωσης μίας οιονεί “κατάστασης εκτάκτου ανάγκης” που ουσιαστικοποιεί τα περιβλήματα της ασκούμενης πολιτικής, δυνάμενη να αποκτήσεις στοιχεία μίας ‘απε-δαφοποιημένης’ ουδετεροποίησης, εκεί όπου όλα εκκινούν και τελειώνουν με το “πάτημα ενός κουμπιού”, δίχως τον “βορβορώδη” ήχο των “ανώριμων” υποκειμένων..
Η ως άνω περιεχομενικότητα ευθυγραμμίζεται και ομοιάζει με «την υιοθέτηση μιας σειράς έκτακτων μέτρων ακραίου περιεχομένου που ενώ επιβάλλονται, υποτίθεται, για τη διατήρηση της κανονικότητας, σταδιακά μεταβάλλονται σε μία νέα μορφή κανονικότητας»10, για να παραπέμψουμε στην αναλυτική του Σπύρου Σακελλαρόπουλου..
Η πολιτική των κατασταλτικών11 δρώντων-μηχανισμών (με τις, σύμφωνα με τον Λουί Αλτουσέρ, ιδεολογικές συνηχήσεις τους), συναρθρώνουν το οριακό και το βίαια αναπαριστάμενο διακύβευμα της κρίσης με το “αθέατο”, με την πλέον εμβληματική περίπτωση εμπρόθετης άσκησης πολιτικών καταστολής να αποτελεί η δίωξη εναντίον του επικεφαλής της πολιτικής κίνησης “Λαϊκή Ενότητα”, Παναγιώτη Λαφαζάνη, δίωξη που ασκήθηκε από το “Τμήμα Προστασίας12 του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος”13, τμήμα το οποίο εγκολπώνεται στο εσωτερικό του κράτους, δεικνύει προς τις κατευθύνσεις της αναδιάταξης των όρων και των συσχετισμών δύναμης στο εσωτερικό του “κρισιακού”14 κράτους15, προσομοιάζει προς την ευρύτητα ενός “κρισιακά μνημονιακού” κράτους που όσο περισσότερο “μνημονικοποιεί” ή συγκροτεί το “καθεστώς” της “απαράγραπτης αλήθειας του”, τόσο περισσότερο προσλαμβάνει μία συγκεκριμένη πολιτική “μνήμη-τεχνογνωσία”, δια-περνώντας το εκτελεστικό “έχειν” ως δικαιικά αναφορικό, και, ασκώντας τεχνικές και λειτουργίες “Πανοπτικού”, ονοματοδοσίας της μείζονος και μη “διακινδύνευσης” για το κράτος, αποτελώντας βαθύτερο τμήμα που νοηματοδοτεί το εκτελεστικό ως κατασταλτικό και αντίστροφα, εννοιολογώντας και προσδιορίζοντας το πως “η τρέχουσα πολιτική της επισφάλειας γίνεται πεδίο νομιμοποίησης του λόγου και της πολιτικής της “ασφάλειας”16, με όρους της Αθηνάς Αθανασίου..
Το συγκεκριμένο τμήμα δύναται να αποτελέσει την και τρέχουσα “μετουσίωση” του σε “πεδίο” πρακτικής και μη αναπαραγωγής του κρατικού μονοπωλίου της βίας, προσλαμβάνοντας “εργαλειακά” και θεσπίζοντας το εύρος του ‘Κανόνα’, κατά την διάρκεια της ιστορικής, κρισιακής περιόδου, “προφέροντας” τους “ποιοτικούς” μετασχηματισμούς που έχουν λάβει χώρα στο εσωτερικό του κράτους και των δικτύων που δεν παύουν να αναπαράγονται “συστηματοποιημένα συστημικά”, με όρους ενός δραστήριου αταβισμού που συν-διαλέγεται με συγχρονικές τεχνικές παρακολούθησης και υποκειμενικής αναπαράστασης του ‘εχθρικά διακείμενου’ που αναγνωρίζεται για αυτό που δεν εκ-φέρει: την “εύτακτη” υφή και τα “πολιτειακά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν και ευθυγραμμίζονται με τα εθνικά και κοινωνικά ‘τάξη του διανοητού”, με τον πολίτη-στήριγμα που αντικρίζει ενώπιον του καθρέφτη του τα ιδεώδη της ‘χαρακτηριστικής και χαρακτηριζόμενης “αριστείας”: “τάξη και εργασία”, οικογένεια ως “κύτταρο” του έθνους.
Η δίωξη του επικεφαλής της “Λαϊκής Ενότητας”17 συνιστά πολιτική δίωξη με ειδολογικά χαρακτηριστικά προληπτικής δράσης, που περιλαμβάνει τις συλλογικότητες που κινητοποιούνται ενάντια στις κατασχέσεις και στους (μετα-μνημονιακούς) πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, δίωξη η οποία και δύναται να επαναθεσπίσει τα όρια του ‘διαπερατού’, τον νόμο ως ‘φορέα’ ίδιας ‘παρεμβολής’ στο πεδίο του κοινωνικού.. Η άσκηση πολιτικών καταστολής και δη προληπτικής καταστολής συμπυκνώνεται για να διαχυθεί εκ νέου, επανεπινοώντας την ‘κινησιολογία’ του κράτους ως πρωτεϊκού ‘ιδιοκτήτη’ που διαφυλάσσει τις εκφάνσεις της ευρύτερης κεφαλαιακής αναπαραγωγής εν Ελλάδι, εγγυώμενο την ‘συνέχεια’ των κατασχέσεων και της ανα-δόμησης του άρχοντος αστικού μπλοκ και συνασπισμού εξουσίας. Ό,τι κατάσχεται, ‘εκκαθαρίζεται’ ως τρέχων κεφάλαιο.
Η εκ-πλειστηριακή ‘πράξη’ για την πρώτη κατοικία, καθίσταται μία συναρμογή και είδος μίας Φουκωϊκής «διαγωγής της διαγωγής»18, επιτελείται ως ιστορική ανα-διανομή πλούτου που ευρίσκεται εν σχέσει με τις πολιτικές που δύνανται να θέσουν σε κίνηση μία ‘ρέουσα’ τραπεζική κεφαλαιακή συσσώρευση, ‘ρηγματώνει’ και μεταβάλλει περαιτέρω την κοινωνική-ταξική ‘αρχιτεκτονική’, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί επί κρίσης του ελληνικού Κεφαλαιοκρατικού Τρόπου Παραγωγής, ‘αφαιρεί’ την ‘Εστία-Οικία ως ‘εικόνα’ ζωής, (ο Νιτσεϊκός «μηδενισμός»19), ανατρέπει συλλογικά και συμβολικά ‘κεφάλαια’ βίου, εκ-φέροντας τους όρους μίας αναπαραγόμενης, και με αριστερά χαρακτηριστικά, καταστολής, που εναλλάσσει το τοπικό με το διεθνές, το σώμα με την τεχνολογία, την αστυνομική ασπίδα με την φασματικότητα του διαδηλωτή που ενυπάρχει και δεν ‘ενυπάρχει’, δια-κρατώντας ‘ίχνη’: ‘ίχνη’ μίας κρίσης που εκτείνεται και συγκροτεί την δική της ‘Δικαιική τάξη’, εντός των αξόνων της ‘ροής’ χρήματος..
Η συναρμογή της δράσης των τραπεζών20 και των πολιτικών πλειστηριασμού, ενέχει κεφαλαιακές τάσεις και συμβατικές και μη, κρατικές «διακλείσεις»21 (forclusion), της άλλοτε ‘φετιχοποιημένης’ προστασίας των κατοικιών, με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν μία, όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ, «προσθήκη αξιωμάτων»22, κινούμενες για την κεφαλαιακή επανεκκίνηση, εντός των μετατοπίσεων που διαμεσολαβούνται εντατικά στο πλαίσιο του άρχοντος αστικού μπλοκ εξουσίας..
Οι κινητοποιήσεις όμως συνεχίζοντας αναπαράγοντας αναλυτικά επίδικα δράσης και διεκδίκησης, πολιτικής-ιστορικής διεκδίκησης. Της “Εστίας’ και της “Εστίας-τόπο”. Οι δράσεις εναντίον των πλειστηριασμών λαμβάνουν τα χαρακτηριστικά μίας εμπρόθετης αμφισβήτησης αυτού που επιτελείται ως “αναγκαστική έξωση”, αναδεικνύουν ζώσες, κυβερνητικές αντιθέσεις-αντιφάσεις, αποκτώντας στοιχεία του “μη-δεδικασμένου”: η “τεχνολογικοποίηση” της διαδικασίας πλειστηριασμών και κατασχέσεων δεν σημαίνει και την παύση της εναντίωσης σε ένα μέτρο που συγκλίνει στο μέσον μίας ιδιαίτερης άρσης της “ιδιωτικότητας”.
υποσημειώσεις:
1 Βλέπε σχετικά, ‘Η αυταρχική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ’, Μετάφραση του άρθρου: Χιώτη Βάσια, Ιστοσελίδα ‘Iskra’, 08/10/2018, https://iskra.gr/%CE%B7-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1/.
2 Ο Θοδωρής Μαριόλης τονίζει (για τις δυσλειτουργίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος), πως «η καθαρή αποταμίευση της ελληνικής οικονομίας είναι, από τη στιγμή της ένταξης στην Ευρωζώνη έως και σήμερα, αρνητική. Και είναι αρνητική, γιατί ο βιομηχανικός της τομέας (και, ιδίως, εκείνος της παραγωγής μέσων παραγωγής) ήταν και είναι σε δεινή κατάσταση». Βλέπε σχετικά, Μαριόλης Θοδωρής, ‘Το πρωτοπόρο έργο του Δημήτρη Μπάτση και ο παρών τόμος μελετών’, ‘Iskra.gr’, 16/10/2018, https://iskra.gr/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%BF-%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B7-%CE%BA/
3 Από την αρχή της κρίσης, έχουν γίνει δύο σημαντικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, εκ των οποίων η δεύτερη υλοποιήθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το συνολικό κόστος έχει ξεπεράσει τα 45 δισ. ευρώ και χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου μέσω δημόσιου δανεισμού», τονίζουν οι συγγραφείς του άρθρου, αναδεικνύοντας και τις εμπροσθοβαρείς πολιτικές που ακολούθησαν τα τραπεζικά ιδρύματα (ο ‘πατριάρχης’ της ελληνικής οικονομίας), την περίοδο άρθρωσης των επάλληλων μνημονιακών ‘καθεστώτων, ασκώντας πιέσεις προς την κατεύθυνση ενός, και σαρωτικού, δομικού μετασχηματισμού του εν Ελλάδι ‘αναχρονιστικού’ και ‘Σοβιετικού’ τύπου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, θέτοντας στο επίκεντρο αυτού που θα αποκαλούσαμε ως πολιτική ενός επι-γενόμενου μεταρρυθμιστικού ‘οίστρου’ (ή συμβεβηκότος), ο οποίος εγγράφει στο εσωτερικό του την λιτότητα ωσάν ‘σωτηριολογική’ ή ακόμη και έσχατη κίνηση ‘αφαίρεσης’ του πάντα πλεονασματικού Μεταπολιτευτικού ‘λίπους’, καθώς και την αξιολογική ‘απελευθέρωση’ της κεφαλαιοκρατικής εμμένειας: ‘απελευθέρωση’ αγορών και υπηρεσιών, ‘νησίδων’ καινοτομίας και start-up πρωτοβουλίας, του ‘γλυκού’ ατομικισμού της ‘ευκαιρίας’. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μέσω της ‘Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών’ (‘ΕΕΕ’), λειτουργούν στο μέσον της μνημονιακής αναπαραγωγής, επανεπινοούν τους όρους της ‘πώλησης’ της εργασιακής δύναμης, της σχετικής ή απόλυτης εκμετάλλευσης της, αξιώνοντας το υπόδειγμα της άρσης του ‘μη-κραταιού και ‘άλογου’ υπολειμματισμού’ και της ανάδυσης ‘ανταγωνιστικού αγωνισμού’ της ελληνικής Κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Βλέπε σχετικά, Η αυταρχική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ…ό.π.
4 Βλέπε σχετικά, Weber Max, ‘Οικονομία και Κοινωνία. Κοινωνιολογικές έννοιες’, Μετάφραση-Εισαγωγή-Επιμέλεια: Γκιούρας Θανάσης, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2005, σελ 67.
5 Η πρόσφατη τραπεζική-χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε την ευρύτητα της τραπεζικής ‘ευθραυστότητας’, της οριακής ισορροπίας μεταξύ κέρδους και απώλειας εμπιστοσύνης, τις εντάσεις και τις αμφισημίες, αντιθέσεις μεταξύ της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας τους και της πιστωτικής τους επέκτασης (και της συσσώρευσης κεφαλαίου) σε έναν χώρο συγκέντρωσης ακριβώς των παραμέτρων διάρκειας της κρίσης. Τα ελληνική τραπεζικά ιδρύματα, ως ‘πόλους’ κεφαλαιακής-αστικής διά-σχισης, αναζητούν ‘ζωτικό χώρο’, εμβαθύνοντας στο προτσές της ‘εκκαθάρισης’ κεφαλαίων.
6 Βλέπε σχετικά, ΄Η αυταρχική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ…ό.π.
7 Η συγκεκριμένη συνθηματολογία δύναται να εγκολπωθεί στις κοινωνικές ‘ρηγματώσεις’ του ‘τώρα’, φέροντας Μπενγιαμινικούς ‘αστερισμούς’ που αναγνωρίζουν τον ‘εαυτό’ τους στη σημερινή, πολιτική-ιδεολογική ‘θραύση’. Η πρακτική σημασιοδότηση του συνθήματος, ενόσω ανα-καλείται, δεν αναπληρώνεται παρά ‘φαντασιοποιείται’, αντικαθιστώντας το πρόθημα ‘Κανένα Σπίτι’ με την ανα-κατασκευή των ‘μη-ενάρετων’ πόλων: το ‘Κανένα Σπίτι’ αντικαθίσταται από το πρόσημα των ‘χεριών που επι-ζητούν πολιτική, την ακίνητη περιουσία’ αυτών που καθίστανται ‘ένοχοι’, που αναφέρονται συναισθηματοποιημένα ως ‘κακο-πληρωτές’ που επι-φέρουν την ολική ‘στρέβλωση’.
8 Βλέπε σχετικά, ΄Η αυταρχική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ…ό.π.
9 Η καταστολή ‘εξειδικεύεται’, καθίσταται πιο ‘λεπτή’ και ορθολογικά οργανωμένη, αποκτώντας την ιδιονομοτέλεια του ‘εφικτού’ και του ‘δυνατού’ που άπτεται της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος ως σημαίνοντος ‘πυλώνα’ της οικονομίας της χώρας.
10 Βλέπε σχετικά, Σακελλαρόπουλος Σπύρος, ‘Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα’, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2014, σελ. 113.
11 «Στο επιχειρησιακό επίπεδο, η αναγωγή της επιτήρησης σε κυρίαρχη αστυνομική λειτουργία και η γενίκευση της ώστε να περιλαμβάνει τους πάντες ως a priori ύποπτους ατέλεστων εγκλημάτων, επαναπροσδιορίζουν τη σχέση κράτους-πληθυσμού». Βλέπε σχετικά, Μπουκάλας Χρήστος, ‘Αντιτρομοκρατία και αυταρχικός κρατισμός’, στο: Γολέμης Χάρης & Οικονόμου Ηρακλής, (επιμ.), ‘Ο Πουλαντζάς σήμερα’, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς/Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2012, σελ. 228.
12 Εδύνατο, όσον αφορά και την δράση του τμήματος ‘Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος’, την τρέχουσα κρισιακή περίοδο, να γίνει λόγο για την συγκρότηση-δράση του με όρους και υπό το πλέγμα ενός «βαθέος κράτους» (‘Deep State’), που δρα με πλαίσια κοινωνικής-πολιτικής ‘ασφαλειοποίησης’ και μνημονιακής από-τροπής, ένας όρος ο οποίος, κατά τον Δημήτρη Κουσουρή, μας «βοηθά να αντιληφθούμε και τη διεθνική διάσταση των μηχανισμών ενός παράλληλου κράτους που λειτουργεί με τους δικούς του κανόνες, εν κρυπτώ και με τρόπους οι οποίοι κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν αντισυνταγματικοί». Βλέπε σχετικά την διεισδυτική και εμβριθή ανάλυση του Δημήτρη Κουσουρή για τις συνέχειες και τις ασυνέχειες του φασιστικού φαινομένου (φθάνοντας έως την ‘Χρυσή Αυγή’) στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, για την ιστορικότητα της κοινωνικής-πολιτικής δράσης και αναπαραγωγής του όσο και για τις ευρύτερες δράσεις των μηχανισμών του «βαθέος κράτους» εντός κράτους και των πολιτικών χαρακτηριστικών που προσέλαβε εν σχέσει και με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις, ‘Ο Φασισμός στην Ελλάδα: συνέχειες και ασυνέχειες κατά τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα’, στο: Χριστόπουλος Δημήτρης, (επιμ.), ‘Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία’, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, σελ. 33-81.
13 Η παρουσία του συγκεκριμένου τμήματος ανα-καλεί τις βαθιές, δημοκρατικές τομές που δεν προχώρησε η πολιτική συσσωμάτωση ‘ΣΥΡΙΖΑ’ στα σώματα ασφαλείας, την κυβερνολογική και βιο-πολιτική ‘γραμματική’ της ‘συνέχειας’, την εμπέδωση, εντός κόμματος, των κρισιακών-μνημονιακών-δι-ιστορικών ορίων: το ‘κράτος δεν έχει συνέχεια’, το κράτος φέρει νόμους, επάλληλα δίκτυα μίας κατασταλτικής, οιονεί προτρεπτικής, ‘φραγής’. Ο ριζοσπαστικός ‘κινηματισμός’ του ‘κατασκευαστικού ‘μη’, μετατοπίζεται και μετασχηματίζεται σφαιρικά, σε έναν ‘φορτισμένο’ και βαθύ’ κρατικό ‘θεσμισμό’.
14 Αναλύοντας και αποδομώντας την πολιτική, «σωτηριολογική» λογοθετικότητα (την περί ‘αγάπης’ δήλωση του τότε υπουργού Μαυρουδή Βορίδη), περί κρίσης, τους λόγους ‘άξιας’ αναφοράς του κρισιακού υποκειμένου και του ‘δέον γενέσθαι’, του τι ‘οφείλει’ να πράξει και να παράξει εντός της νόρμας, η Αθηνά Αθανασίου αναφέρει: «Έτσι, ο δημαγωγικός υπουργικός λόγος περί αγάπης, επιζητεί να μας εκπαιδεύσει στο πως να είμαστε (και πως να μην είμαστε) στην κρίση· πως να ενσωματώσουμε τις απαραίτητες εκείνες νόρμες προσαρμογής και αυτο-διαχείρισης που θα μας καταστήσουν διαθέσιμους/ες στις ανάγκες της κρίσης· πως να ταυτιζόμαστε αυθόρμητα με τις επιταγές του νόμου και του χρόνου του χρέους· πως να οριζόμαστε σε αντιδιαστολή με τους λαθραίους «άλλους» και σε συμφωνία με τις προαιώνιες αξίες της εθνικής, έμφυλης και οικογενειακής ομοθυμίας». Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Κριτικές και αντιστάσεις’, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2012, σελ. 25-26.
15 Ο Νίκος Πουλαντζάς, δια-τρέχοντας επιστημολογικά και εννοιολογικά την έννοια των «χασμάτων του νόμου», εκθέτει τα χαρακτηριστικά εκείνα που δομούν την δυναμική του κράτους, τις ‘μεταφορές’ και τις ‘μεταφορτώσεις’ του νόμου, σημασιοδοτώντας το κράτος ως ‘φέρων τον νόμο και την υπέρβαση του, υπό το συμβολικό, πολιτικό πρίσμα της δικαιικής νόρμας: νόμος είναι και το πέραν του νόμου, η νομιμότητα και η πραγμολογική της, ίδια και ‘άλλη΄ έκτακτη κατάσταση: ο κυριαρχικός νόμος υπεράνω του νόμου, ωσάν αμοιβαιότητα κυριαρχίας και κυριαρχικής θέσμισης. Όπως ανα-γράφει, «η παρανομία του κράτους εντάσσεται πάντοτε στη νομιμότητα που θεσπίζει». Αναφέρεται στο: Σακελλαρόπουλος Σπύρος, ‘Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα…ό.π., σελ. 112.
16 Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Κριτικές και αντιστάσεις…ό.π., σελ. 57.
17 Πάνω στο έδαφος των πλειστηριασμών και της εναντίωσης στην όλη διαδικασία, η ‘Λαϊκή Ενότητα’ επαναπροσδιορίζει την πολιτική και ιδεολογική της δράση, προσλαμβάνει ‘νησίδες’ αναφοράς, εναλλάσσοντας την αρχική της ‘αμηχανία’ για τα συμβάντα του θέρους του 2015, με έναν προσίδιο συγ-κινησιακό ‘ενθουσιασμό’ που συναρθρώνει μία στρατηγική ‘αντίστασης’ με μία στρατηγική, ευρύτερη ‘διαφωνία’, την αντι-πλουτοκρατική ‘πρόταση’-πρακτική (στοιχείο δράσης καθίσταται η επιδιωκόμενη ενδυνάμωση των ταξικών της αναφορών-χαρακτηριστικών), με έναν αριστερό, κινηματισμό που ‘οργανικά’ αντιστρατεύεται το ‘ορθολογικό’ και τεχνοκρατικό ευρωπαϊκό ‘κατεστημένο’ το οποίο ‘καταπνίγει’ δυνατότητες και προοπτικές.
18 Βλέπε σχετικά, Gordon Colin, ‘Government rationality: An introduction’, στο, Burchell Graham, Gordon Colin & Miller Peter, (επιμ.), ‘The Foucault effect: Studies in Governmentality’, Σικάγο: University of Chicago Press, 1991, σελ. 48.
19 Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της Εμμένειας. Η επανάσταση στους Deleuze και Guattari’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 299.
20 Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δια-περνούν και οξύνουν αντιθέσεις και αντινομίες, δρώντας με την σύνθετη και πολύσημη τροπικότητα που αναδεικνύει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ήτοι ως «όροι του μη αντικειμενικά πραγματικού, αλλά κατ’ εξοχήν πραγματικού (wirklich), ως πραγματοποιούντος (wirkend)». Βλέπε σχετικά, Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας’, Μετάφραση: Χαλικιάς Σωτήρης, Σπαντιδάκη Γιούλη & Σπαντιδάκης Κώστας, Επιμέλεια της Μετάφρασης: Σπαντιδάκης Κώστας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1978, σελ. 505.
21 Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της Εμμένειας. Η επανάσταση στους Deleuze και Guattari…ό.π., σελ. 290.
22 Στο ίδιο, σελ. 297-298.
——-
Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών στην Πολιτική Ανάλυση από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και κάτοχος πτυχίου Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέρονται σχετίζονται με την θεωρία πολιτικών κομμάτων, στην Ανάλυση Πολιτικού Λόγου και με το συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και σε επιστημονικά περιοδικά.