Εκπαραθύρωση (η)
{-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}
1. (κυριολ.) το ρίξιμο (κάποιου) από το παράθυρο στο έδαφος
2. (μτφ. – εκφραστ.) η εκδίωξη (κάποιου) από θέση / αξίωμα: η ~ του υπουργού προκαλεί εύλογες απορίες ΣΥΝ.: αποπομπή – εκπαραθυρώνω ρ.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από γαλλ. défenestration
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 575