Ξιφουλκώ
ρ. αμετβ. {ξιφουλκείς…. | ξιφούλκησα}
1. τραβώ το ξίφος από τη θήκη του ΣΥΝ.: ξεσπαθώνω
2. (μτφ) κάνω έντονο διάλογο με κάποιον “ξιφούλκησαν οι δυο βουλευτές χτες στη Βουλή με αφορμή το επίμαχο νομοσχέδιο” – ξιφούλκηση (η)
ΕΤΥΜ.: αρχ. Ξιφουλκός < ξίφος + -ουλκός < ἕλκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1227