Απροσχημάτιστος, -η, -ο
(λογ.) αυτός που γίνεται χωρίς προσχήματα, χωρίς να υπάρχει έστω μια φαινομενική δικαιολογία:
οι δηλώσεις του πρέσβη αποτελούν ~ επέμβαση στα εσωτερικά άλλης χώρας || ~ πρόκληση
ΣΥΝ.: απροκάλυπτος – απροσχημάτιστα (επιρρ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 265