θυμέλη (η) (στην αρχαιότητα)
1. ο βωμός, το θυσιαστήριο
2. (ειδικ.) ο βωμός του Διονύσου, που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της ορχήστρας του θεάτρου.
– θυμελικός, -η, -ο (μτγν.)
ΕΤΥΜ.: αρχ. θ. θυ- (θύω) + -μέλη, πβ θε-μέλιον
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 761