λογοκόπος (ο / η)
πρόσωπο που λέει πολλά και μεγάλα λόγια κενά περιεχομένου, που δίνει πολλές υποσχέσεις χωρίς να τις τηρεί
ΣΥΝ.: λογάς
– λογοκοπία (η) [1889] κ. λογοκόπημα (το) [1889], λογοκοπώ ρ. μεσν. (-εις)
ΕΤΥΜ.: < λογο- + κόπος < κόπτω (π.β. μεσν. λογοκοπῶ)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1019